Ο Υποτακτικός κάποιου Γέροντος έμενε σε μια καλύβα δέκα μίλια μακριά από τη σκήτη.

Μια μέρα θέλησε να τον ειδοποιήσει ο Γέροντας να έρθει να πάρει το ψωμί του. Ύστερα όμως σκέφτηκε: Για λίγα ψωμιά να κάνω τον Αδελφό να περπατήσει δέκα μίλια; Ας του τα πάω μόνος. Έβαλε το ταγάρι στον ώμο και ξεκίνησε. 
Πηγαίνοντας, σκόνταψε σε μια πέτρα κι έκανε τέτοια πληγή στο πόδι, που ήταν αδύνατον να σταματήσει το αίμα. Από τον υπερβολικό πόνο που ένοιωσε άρχισε να κλαίει.
 
-Γιατί κλαις, Αββά; Άκουσε πίσω του μια γλυκιά φωνή να τον ρωτά.

Έστρεψε το κεφάλι και είδε έναν ωραίο Άγγελο. Δεν φοβήθηκε όμως, αλλά του έδειξε με το δάκτυλο την πληγή. 
-Παύσε να κλαις γι’ αυτό το τιποτένιο πράγμα, τον πρόσταξε ο Άγγελος. Τα βήματα που κάνεις για την αγάπη του Αδελφού τα έχω μετρημένα και θα πάρεις την αμοιβή σου από τον Θεό.
 
Ο Γέροντας πήρε θάρρος και χαρούμενος συνέχισε το δρόμο του. Από τότε προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετεί τους Αδελφούς.
 
Μια μέρα πήρε πάλι ψωμιά να τα πάει σ’ άλλον Ερημίτη που έμενε πολύ πιο μακριά. Συνέβη όμως να έρχεται κι εκείνος με τον ίδιο σκοπό και συναντήθηκαν στο δρόμο.
 
-Αδελφέ μου, είπε πρώτος ο Γέροντας, με κόπο απέκτησα ένα μικρό θησαυρό και πρόλαβες εσύ να μου τον πάρεις.
 
-Μήπως η στενή πύλη χωράει μόνο εσένα, Αββά; Κάνε λίγο τόπο να περάσουμε κι εμείς, του αποκρίθηκε ο Αδελφός.
 
Ενώ έλεγαν αυτά, ήρθε πάλι ο Άγγελος και τους είπε:

-Αυτή τη φιλονικία σαν ευωδιαστό λιβάνι ανεβαίνει στον ουρανό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: