ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ -- (Αθωνικά άνθη)

«Την πάνσεπτον εγκράτειαν εναρξώμεθα φαιδρώς, ακτίνας απολάμποντες των αγίων εντολών, Χριστού του Θεού ημών· αγάπης την λαμπρότητα, προσευχής την αστραπήν, αγνείας καθαρότητα, ανδρείας την ισχύν· όπως λαμπροφόροι προφθάσωμεν εις την αγίαν Ανάστασιν…» Εκκλ. Υμνογραφία.

Με πόσην νοσταλγίαν και χαράν ο πνευματικός άνθρωπος περιμένει την αγίαν περίοδον της Μεγ. Τεσσαρακοστής! Γνωρίζει ότι όλος ο κύκλος των ημερών αυτών ανταποκρίνεται περισσότερον προς τας ανάγκας της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως. Όλαι, βεβαίως, αι ημέραι του έτους είναι άγιαι και εκάστη εξ αυτών θα μας φέρη κάποιο μήνυμα, ενός, δύο ή περισσοτέρων αγίων, που εορτάζουν την γενέθλιον ημέραν της τελειώσεώς των, είτε μαρτυρικώς, είτε «εν ειρήνη». Επίσης άλλαι ημέραι αναφέρονται εις τον εορτασμόν γεγονότων, σχετιζομένων με την επί γης παρουσίαν του Κυρίου και το απολυτρωτικόν του έργον. Όλα εις την Εκκλησίαν είναι με μεγάλην και θείαν σοφίαν ρυθμισμένα υπό των αγίων Πατέρων, ώστε να υπάρχη συγκερασμένον δι΄ όλου του εορταστικού κύκλου το κατά Θεόν πένθος με την πνευματικήν χαράν. Θα έλεγε κανείς, ότι ο χριστιανός έχει πάντοτε εορτήν εις την καρδίαν του, ότι ο χριστιανισμός, επαγγελλόμενος την αιωνίαν εν φωτί αποκατάστασιν του ανθρώπου, δημιουργεί εις την Εκκλησίαν εορταστικήν ατμόσφαιραν. Ένα μόνον είναι κακόν, το οποίον λυπεί την Εκκλησίαν και την κάμνει να πενθή και να σκυθρωπάζη. Η αμαρτία, αι αμαρτίαι των τέκνων της. Αλλά και τότε το πένθος τούτο δεν είναι άμοιρον κάποιας χαρμονής, την οποίαν παράγει η ελπίς επί τον Θεόν του ελέους. Είναι ένα πένθος, όπως το ωνόμασαν οι άγιοι Πατέρες, χαρμολυπούμενον, περιέχον και λύπην και χαράν. Λύπην δια την αμαρτίαν, χαράν μυστικήν επ΄ ελπίδι της αφέσεως.
Ώστε η αγία Εκκλησία μας είναι χαρά, είναι αίνος, είναι δοξολογία, είναι ευχαριστία, αλαλαγμός πνευματικός, δάκρυα ευτυχίας, φλόγα αγάπης, φως ελπίδος, άγκυρα πίστεως. Είναι δε και κλαυθμός και πίστις και πόνος, είναι και μετάνοια, είναι και οδυνηρά ικεσία προς άφεσιν αμαρτιών, και καθολικόν πένθος και νηστεία αγνίζουσα και αγρυπνία εξιλεούσα και προσευχή συντατριμμένη. Επειδή όλα τα ηγιασμένα δια του θείου Βαπτίσματος τέκνα της, δεν είναι αμέτοχα κηλίδος της αμαρτίας, άλλα περισσότερον, άλλα ολιγώτερον, άλλα παρά βραχύ κεκαθαρμένα, αλλά όλα αμαρτωλά, δια τούτο ως μήτηρ στοργική καθώρισε μίαν περίοδον του έτους, ως περίοδον μετανοίας. Δηλαδή ομολογίαν των ημαρτημένων και απόφασιν αλλαγής βίου επί το αγιώτερον. Κατά το διάστημα αυτό της καθολικής μετανοίας, έχουν θεσπισθή και ανάλογα μέσα προς βοήθειαν δια την επιτυχίαν της προσπαθείας. Τα μέσα ταύτα είναι ο περισσότερος εκκλησιασμός, η αύξησις του χρόνου της προσευχής, η αποχή της συγκεχωρημένης εις άλλας περιόδους χαράς του κόσμου, αι μεγαλύτεραι θυσίαι εις τας προς τον πλησίον αγαθοεργίας, η εντονωτέρα νηστεία, εκτός των καθωρισμένων, και γενικώς τα έργα αγνισμού και «υπωπιασμού της σαρκός». Αυτή η περίοδος ωνομάσθη αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή ιδιαζόντως, επειδή η κατ΄ αυτήν πολιτεία των χριστιανών είναι περισσότερον ηγιασμένη, αγιάζουσα τους αυτήν τιμώντας και αγωνιζομένους.
***
Προ της εισόδου εις την παλαίστραν αυτήν, η Εκκλησία προετοιμάζει τους πιστούς δια καταλλήλων εκκλησιαστικών ύμνων και Πατερικών διδαχών, ώστε «παρασκευασθήναι και ετοίμους ημάς γενέσθαι προς τους πνευματικούς αγώνας των νηστειών, την εξ έθους μυσαράν έξιν απολιπόντας». Και την μεν Κυριακήν του Τελώνου και Φαρισαίου, έταξαν οι Πατέρες, όπως δια της αντιπαραβολής των δύο άντικρυς αντίθετα φρονούντων τούτων τύπων της Παραβολής του Κυρίου, διδαχθώμεν πόσον τιμία είναι παρά τω Θεώ η ταπείνωσις και πόσον βδελυκτή τυγχάνει η υπερηφάνεια. Και όπως, την μεν δευτέραν αποπτύσωμεν εξ ημών, την δε πρώτην οικειωθώμεν ως βάσιν τινά εις τους κατά των παθών ημών αγώνας. Η δε υμνολογία της ημέρας ταύτης είναι εκ των αριστουργημάτων της εκκλησιαστικής ημών ποιήσεως, ως επίσης και όλου του Τριωδίου, ήτις είναι έργον του αγίου Κοσμά Επισκόπου Μαϊουμά και των αγίων Θεοδώρου και Ιωσήφ των Στουδιτών, υπηχούσα ανάλογα νοήματα. «Μη προσευξώμεθα φαρισαϊκώς αδελφοί· ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται». Ή έτερον: «Παντοκράτορ Κύριε, οίδα πόσα δύνανται τα δάκρυα». Άλλο· «βεβαρημένων των οφθαλμών μου εκ των ανομιών μου, ου δύναμαι ατενίσαι και ιδείν τον αιθέρα του ουρανού, αλλά δέξαι με ως τον Τελώνην μετανοούντα, Σωτήρ, και ελέησόν με». Ούτω προβαίνουσα η υμνολογία του Τελώνου και Φαρισαίου, καταλείπει εις τον πιστόν το δίδαγμα, του πόσον ισχύει η ταπείνωσις και πόσον η έπαρσις είναι θεοστυγής.
***
Η Δευτέρα Κυριακή είναι αφιερωμένη εις την Παραβολήν του Ασώτου υιού, την οποίαν οι άγιοι Πατέρες, πρόνοιαν εξ αγάπης και οίκτου ποιούμενοι προς τους πολλά αμαρτήσαντας, έταξαν, και δια σχετικών ύμνων ανακηρύττουν αφ΄ ενός την άπειρον του Θεού μακροθυμίαν, και αφ΄ ετέρου υποκαίουν την επιθυμίαν προς μετάνοιαν και επιστροφήν προς τον εγκαταλειφθέντα ουράνιον Πατέρα. Ούτω πραγματεύονται πάντων ημών την σωτηρίαν. Διότι τις δύναται ειπείν, ότι εν τινι μέτρω δεν είναι άσωτος; Και όχι μόνον εν τινι μέτρω, αλλά οι αληθώς υψηλοί την αρετήν, πιστεύουν, ότι αυτοί είναι πάντων αμαρτωλότεροι, ως και ο θείος Παύλος ωνόμαζεν εαυτόν πρώτον μεταξύ των αμαρτωλών. Υπέροχοι είναι οι ύμνοι του Ασώτου, ιδίως τα ιδιόμελα: «Εις αναμάρτητον χώραν και ζωηράν επιστεύθην, γεωσπορήσας την αμαρτίαν, τη δρεπάνη εθέρισα τους στάχυας της αμελείας, και δραγμάτων εστοίβασα, πράξεών μου τας θημωνίας, ας και κατέστρωσα, ουχ άλωνι της μετανοίας». Ωσαύτως το· «Ω πόσον αγαθών, ο άθλιος εμαυτόν εστέρησα! Ω ποίας Βασιλείας εξέπεσα ο ταλαίπωρος εγώ! τον πλούτον ηνάλωσα, όνπερ έλαβον· την εντολήν παρέβην· οίμοι τάλαινα ψυχή, τω πυρί τω αιωνίω, λοιπόν, καταδικάζεσαι…». Δι΄ όλης της υμνολογίας ταύτης διήκει η ομολογία της αμαρτωλότητος, η συντριβή της καρδίας και η ικεσία η διάθερμος, ίνα γένηται ο άσωτος δεκτός υπό του πατρός του. Ο δε λόγος «εις τον Άσωτον» του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, κάμνει και τας σκληροτέρας καρδίας να ραγίζουν, εμφανίζων το μεγαλείον της πατρικής αγάπης και το βάθος της ταπεινώσεως του Ασώτου.
***
Την τρίτην Κυριακήν της Απόκρεω, οι άγιοι Πατέρες ποιούνται μνείαν της αδεκάστου Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας, επί τω σκοπώ, όπως μη δια των προλαβουσών δύο Παραβολών, καθ΄ ας δείκνυται η άπειρος του Θεού φιλανθρωπία, αμελήσωμεν λογιζόμενοι το φιλάνθρωπον του Δεσπότου μόνον, αλλά και το ότι δίκαιός εστι κριτής, αποδίδων εκάστω κατά τα έργα αυτού. Δια τούτο, το υμνολογικόν περιεχόμενον της ημέρας είναι πλήρες τρόμου, κορυφουμένου εις τα Ιδιόμελα των Αίνων: «Ω ποία ώρα τότε και ημέρα φοβερά, όταν καθίση ο Κριτής επί θρόνου φοβερού! Βίβλοι ανοίγονται και πράξεις ελέγχονται, και τα κρυπτά του σκότους δημοσιεύονται, άγγελοι περιτρέχουσιν, επισυνάγοντες πάντα τα Έθνη» κ.λ.π.                                                                                             
Ακολουθεί το Σάββατον της Τυροφάγου, όπερ ετέθη εν τη σειρά των προηγηθεισών εορτών και πραγματεύεται περί των εν Ασκήσει διαλαμψάντων αγίων ανδρών τε και γυναικών με το σκοπόν, όπως, δια της μνήμης των κατορθωμάτων εκείνων, δι΄ ιδρώτων και καμάτων ασκητικών, προβάλλουν οιονεί ζώντα υπογραμμόν και οδηγόν εις τα της αγίας Τεσσαρακοστής παλαίσματα και ίνα έξωμεν βοηθούς τους αγίους, οίτινες «το κατ΄ εικόνα τηρήσαντες αλώβητον, νουν ηγεμόνα κατά παθών ολεθρίων ασκητικώς ενστησάμενοι, εις το καθ΄ ομοίωσιν ως δυνατόν ανήλθον…». Ο Κανών και τα Καθίσματα απαριθμούν πάντας τους αγίους ασκητάς των ερήμων της Αιγύπτου και Παλαιστίνης, οι οποίοι έζησαν προ του Η΄ αιώνος, οπότε συνετάγη η Ακολουθία των. Περί των εν αγίω Όρει Πατέρων ουδεμία γίνεται μνεία, εκτός του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, διο και την παράλειψιν ανεπλήρωσεν ο εν αγίοις Νικόδημος ο Αγιορείτης, συντάξας θαυμασίαν ασματικήν Ακολουθίαν εις τούτους.
***
Η Κυριακή της Τυροφάγου είναι η πλέον κατανυκτική, διότι αναφέρεται εις την έξωσιν των Πρωτοπλάστων εκ του Παραδείσου, ων την γύμνωσιν, την εμπάθειαν, τας λύπας και τα δάκρυα, αναδεχόμεθα κληρονομικώς και ων η πτώσις απετέλεσε την αρχήν και το κεφάλαιον πάντων των οδυνηρών και αυτού του χωρισμού από του Θεού, ον υπομένομεν εν τη κοιλάδι ταύτη του κλαυθμώνος. Εν τη αναμνήσει της από του Παραδείσου της τρυφής εκπτώσεως, τονίζεται υπό των υμνογράφων Πατέρων η ακρασία και η υπερηφάνεια, δι΄ ων έπεσον εκ της θείας ζωής οι Γενάρχαι. Δια τούτο ως μέσα διορθώσεως του κακού, εξαίρονται η ταπείνωσις προς θεραπείαν της υπερηφανείας, και η νηστεία προς αναίρεσιν της ακρασίας. Δια τούτο και ο Χριστός και ενήστευσε τεσσαράκοντα ημέρας και «εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Όλη η της ημέρας υμνολογία είναι θρηνώδης, διαποικιλλομένη με ωραίας εκ του αισθητού Παραδείσου εικόνας. Ο Οίκος, όστις αποτελεί περίληψιν της σημασίας της πτώσεως, περιέχει εξαισίους στίχους, ως οι παρόντες: «Εκάθισεν Αδάμ τότε και έκλαυσεν απέναντι της τρυφής του Παραδείσου, χερσί τύπτων τας όψεις και έλεγεν, Ελεήμον ελέησόν με τον παραπεσόντα». «Ιδών Αδάμ τον άγγελον ωθήσαντα και κλείσαντα, την του θείου κήπου θύραν, ανεστέναξε μέγα και έλεγεν: «Ελεήμον…». «Συνάλγησον Παράδεισε τω κτήτορι πτωχεύσαντι και τω ήχω σου των φύλλων, ικέτευσον τον Πλάστην, μη κλείση σε. Ελεήμον…» «Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ο δι΄ Αδάμ πεφυτευμένος και δια την Εύαν κεκλεισμένος, ικέτευσον Θεόν δια τον παραπεσόντα. Ελεήμον…». Δια τοιούτων θρηνωδών στροφών περατούται όλη η υμνολογία, ανοίγουσα τον θάλαμον της Μ. Τεσσαρακοστής με συγκεκριμένους σκοπούς. Κυρίως ειπείν, η περίοδος αυτή είναι νηστεία και προσευχή, αίτινες εμφαίνονται εις την υμνογραφίαν του Τριωδίου και εις τα αρχαία Τυπικά της Μ. Εκκλησίας και των Μοναστηρίων του Αγίου Όρους, Σινά και Παλαιστίνης. Είναι χαρακτηριστικόν, ότι εισερχόμεθα εις το στάδιον τούτο, ενισχυόμενοι υπό των ωραίων τροπαρίων την νηστείαν επαινούντων, ως εξής: «Εγκρατεία την σάρκα ταπεινώσαι πάντες σπουδάσωμεν, το θείον υπερχόμενοι στάδιον της αμώμου νηστείας, και ευχαίς και δάκρυσι, Κύριον τον σώζοντα ημάς εκζητήσωμεν, και λήθην της κακίας παντελή ποιήσωμεν…».
***
Η αγία Τεσσαρακοστή, καθ΄ ην οι ιεροί Ναοί μας αποβάλλουν τον λαμπρόν διάκοσμον και ενδύονται πενθίμως, την σκυθρωπότητα του κατά Θεόν πένθους συντονίζουσαι, αποκαλύπτει όλον το πνευματικόν και λειτουργικόν μεγαλείον της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, δια των Μεγάλων Αποδείπνων, δια των Προηγιασμένων, των Χαιρετισμών της Παναγίας Παρθένου, των μελωδικωτάτων Τριωδίων, των θεοπνεύστων Κανόνων, της αυστηράς νηστείας, των θείων Λειτουργιών του Μ. Βασιλείου και όσων λαμβάνουν χώραν εν ταις Ι. Ακολουθίαις και Αγρυπνίαις των Ι. Μονών δια τύπων και συμβόλων. Εν τω συνόλω της η περίοδος αύτη αποτελεί θεοτερπή ύμνον προς το ασκητικόν πνεύμα της Εκκλησίας και θρίαμβον ηθικόν του Μοναχισμού, ιδία δε των εορτών των δύο Καθηγητών της Ερήμου, Γρηγορίου του Παλαμά και Ιωάννου της Κλίμακος. Ωσαύτως η εορτή της αναστηλώσεως των ι. εικόνων, εις ην συνάπτεται το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας – το οποίον δυστυχώς έπαυσεν αναγινωσκόμενον επ΄ Εκκλησίας – διδάσκουν  περί των θησαυρών της Ορθοδόξου πνευματικότητος και φρονηματίζουν τον λαόν εις τον σεβασμόν των αγίων Πατέρων και των ιερών της Εκκλησίας παραδόσεων. Η ακολουθούσα εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως, την οποίαν έταξαν οι Πατέρες επί τω σκοπώ, όπως, ενισχυόμενοι υπό της χάριτος της αναδιδομένης από τον τίμιον Σταυρόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συνεχίσωμεν με αδιάπτωτον προθυμίαν τους πνευματικούς αγώνας, εμφανίζει όλην την μητρικήν αγάπην της Εκκλησίας προς τα μοχθούντα πνευματικώς τέκνα της, επικαλούμενα εν πίστει και πόθω την συμμαχίαν του Κυρίου ούτω: «Χριστέ ο Θεός ημών, ο την εκούσιόν σου σταύρωσιν, εις κοινήν εξανάστασιν, του γένους των ανθρώπων καταδεξάμενος, και τω καλάμω του Σταυρού, βαφαίς ερυθραίς τους σαυτού δακτύλους αιματώσας, τοις αφεσίμοις ημίν, βασιλικώς υπογράψαι φιλανθρωπευσάμενος, μη παρίδης ημάς κινδυνεύοντας και πάλιν την από σου διάστασιν…». Ενθουσιά ο θεόληπτος μελωδός κατενώπιον στήκων του ζωηφόρου Σταυρού του Κυρίου και με υπερφυά εγκώμια καταστολίζει αυτόν και τον επ΄ αυτού καθηλωθέντα Χριστόν. Εντός της κατανυκτικής ταύτης ατμοσφαίρας, μεταξύ συναισθημάτων γλυκυτάτης συντριβής και χαροποιού πένθους της αγαπώσης ψυχής, εορτάζει ο Ακάθιστος ύμνος, εορτή τόσον συνδεδεμένη με την ευσέβειαν του Έθνους ημών και την άμαχον προστασίαν της Υπερμάχου Στρατηγού, λυτρωσαμένης εκ των επικειμένων δεινών την τιμώσαν την θεομητορικήν αυτής δόξαν θεοφρούρητον Πόλιν.
***
Πολύ ενθαρρυντική είναι η εορτή της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας εις ημάς τους πολλά πταίοντας, ότε πληροφορούμεθα την άφατον του Θεού φιλανθρωπίαν και την ισχύν της μετανοίας, ώστε μίαν ψυχήν βεβυθισμένην εις τον βόρβορον των ατίμων παθών να μετεωρίση εις τοιαύτα ύψη αγιότητος. Είτα η Ανάστασις του Λαζάρου, τα δάκρυα του Χριστού, αι ολοφυρόμεναι αδελφαί του, -- εικών μεγαλειωδώς αποδιδομένη εις τας μικρογραφίας των μεμβρανών του ΙΔ΄ αιώνος – ενέχουν ως παράστασις και πνευματικόν βάθος, εξαισίαν λειτουργικήν σύνθεσιν, εν η αναπηγάζει θεία τις τριλογία εκ θείων και ανθρωπίνων στοιχείων εις την πλέον δραματικήν έκφανσιν. Την νίκην κατά του θανάτου δια της αναστάσεως του Λαζάρου, διαδέχεται η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου εις Ιεροσόλυμα υπό τα ωσαννά του ασταθούς όχλου και των ακάκων παίδων. Το υμνολογικόν μέρος της εορτής ταύτης, είναι σύμμικτον εκ της την κοινήν ανάστασιν προτυπούσης του Λαζάρου αναστάσεως χαράς και των εκ των στομάτων νηπίων και θηλαζόντων αίνων. Επειδή το Τριώδιον είναι έργον κυρίως Μοναχών, τιμώντων καθ΄ υπερβολήν την άσκησιν, συμπεριελήφθη εν τη εορτή των Βαϊων ως Ιδιόμελον και Δοξαστικόν το εξής: «Σήμερον η χάρις του αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε, και πάντες αίροντες τον Σταυρόν σου λέγομεν· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις». Εις ολιγους, υποθέτομεν, είναι γνωστή η σημασία του Ιδιμέλου τούτου. Συνήθεια υπήρχε τοις Πατράσιν ημών, ότε έφθανεν η Μ. Τεσσαρακοστή, να αναχωρούν δια την βαθυτέραν έρημον, όπως, υπό την απόλυτον ησυχίαν της, διαπεράσουν τον δίαυλον των ασκητικών αγώνων των. Επέστρεφον δε κατά την ημέραν των Βαϊων, ίνα ομού συνεορτάσωσι τας ημέρας της Μ. Εβδομάδος και του αγίου Πάσχα. Το νόημα του Ιδιομέλου είναι εκφραστικώτατον της σημασίας ταύτης.
***
Η λειτουργική πορεία των μνημονευθεισών εορτών συνεχίζεται δι΄ όλης της Μ. Εβδομάδος, κραδαινομένη υπό εκτάκτως συνταρακτικών στοιχείων. Της μυστικής διδαχής «της ξηρανθείσης συκής δια την ακαρπίαν» και των προφητικής υποτυπώσεως παθημάτων του παγκάλου Ιωσήφ, έπεται η περιεκτικωτάτη εις ηθικά νοήματα παραβολή των «δέκα παρθένων». Αι ημίσεις ήλπισαν ματαίως εις την απλήν παρθενικήν των ξηρότητα. Ενώ «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αισθομένη την παρουσίαν της θεότητος του Κυρίου, εξεκένωσε, με πόνον βαθείας συντριβής εκ του αλαβαστρίνου σκεύους της, τα μύρα της αγάπης, αναμεμιγμένα τοις της μετανοίας δάκρυσι. Δια να ακούση, «αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ». Η εικών της αμαρτωλής αυτής, πλυνούσης δια των μύρων και δακρύων τους πόδας του Χριστού και εκμασσούσης αυτούς τοις της κεφαλής της βοστρύχοις, δεν ημπορούσε ποτέ να συλληφθή υπό ανθρωπίνης διανοίας. Είναι εκ των μεγάλων εκείνων πράξεων, αίτινες εμπνέονται μόνον υπό της μεγάλης προς Χριστόν αγάπης και κέκτηνται ένα θείον χαρακτήρα, ξένον της εγκοσμίου διανοητικότητος. Η ευσεβεστάτη μοναχή Κασσιανή, εάν διεσώθη τόσον υπό της ιστορίας, διεσώθη κυρίως από το σχετικόν Δοξαστικόν της, εις το οποίον, εξέχεεν όλην την ευγένειαν της ψυχής της. Αλλ΄ οι χριστιανοί, που το ακούουν επί δέκα πέντε αιώνας εν βαθεία κατανύξει, εκχέουν κρουνούς δακρύων μετανοίας και πόθου, προς τον «κλίναντα τους ουρανούς τη αφάτω του κενώσει». Το ιερόν τούτο ποίημα προσδίδει τη Μ. Τετάρτη τους υψηλοτέρους τόνους της υπερουσίου μυσταγωγίας του θείου δράματος του Κυρίου Ιησού. Ω και να εγνώριζεν η ευφυεστάτη και ευλαβεστάτη αυτή ορθόδοξος καλογραία του Βυζαντίου, ποίαν θέσιν θα ελάμβανεν εν τη ιστορία της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως το εξαίσιον ποίημά της!
***
Η Μ. Πέμπτη αποτελεί θαύμα λειτουργικής συνθέσεως, δια της υπερφυεστάτης συγκαταβάσεως της θεότητος μέχρι και της πλύσεως ανθρωπίνων ποδών εν αφάτω ταπεινώσει. Οι δε Απόστολοι, «τω συνδέσμω της αγάπης συνδεόμενοι τω δεσπόζοντι των όλων εαυτούς Χριστώ αναθέμενοι, ωραίους πόδας εξαπενίζοντο, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην». Την Μ. Πέμπτην η Εκκλησία εκδηλώνει όλην την οδύνην της και την αποστροφήν της προς τον προδότην του Νυμφίου της. Άπασα η υμνολογία της ημέρας έχει ως κέντρον τον Ιούδα, τονίζουσα την τραγικήν αντίθεσιν της προδοσίας ενός αγνώμονος ανθρώπου και ενός προδιδομένου Θεού, όστις διαρκώς ευεργετεί. Ούτω η λειτουργική εξέλιξις του θείου δράματος φθάνει εις τον κολοφώνα της αγωνίας. Η σύλληψις του Χριστού εν νυκτί, εις ένα κήπον ποτισθέντα δια δακρύων αγωνίας· ο αλαλάζων όχλος, ούτινος τα ωσαννά ακόμη εδόνουν τους αιθέρας· το φίλημα ενός αθλίου μαθητού· ο δεχόμενος εν αγάπη το φίλημα του προδότου του· η εκουσία παράδοσις ενός Θεού εις ασθενεστάτους ανθρώπους· οι μαύρην έχοντες την ψυχήν Αρχιερείς· ο παχυλός Ρωμαίος ηγεμών· το αδίκως τον δίκαιον δικάσαν δικαστήριον· οι κοπετοί της Ιεράς Μητρός και των συγγενών· η εγκατάλειψις υπό των μαθητών· οι ανήκουστοι ονειδισμοί και κακώσεις, και, τέλος, η υπό τα όμματα και τους χλευασμούς ενός συρφετού Σταύρωσις της αυτοαγάπης, αποτελούν πραγματικότητα, ως βάθος πνευματικόν και λειτουργικόν, ομοίαν της οποίας ούτε είδεν άλλοτε, αλλ΄ ούτε θα επανίδη η ιστορία του κόσμου μέχρι τερμάτων αιώνων. Οι άγιοι Απόστολοι, οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, ίστανται μετά δέους και ιεράς φρίκης προ των γεγονότων τούτων, άτινα συνταράσσουν την ιστορίαν της ανθρωπότητος, όχι τόσον δια την αβυσσαλέαν ευτέλειαν της ανθρωπίνης κακότητος, όσον δια την άπειρον αγάπην ενός ενανθρωπήσαντος Θεού.
***
Η Ανάστασις, είναι το τέλος του ανεκφράστου εις λειτουργικόν μεγαλείον και θεολογικήν σημασίαν θείου δράματος.  Η Ανάστασις είναι η λύσις, η νίκη απείρως ηθικής ωραιότητος επί της επεισελθούσης ηθικής ασχημίας του κόσμου. Ημείς δε οι Έλληνες ιδιαιτέρως λατρεύομεν δι΄ όλων των δυνάμεών μας την Ανάστασιν του Χριστού, εν αντιθέσει προς τον δυτικόν κόσμον. Διο και οι ουρανοί μας καταυγάζονται από το φως της Αναστάσεως, η θεολογία μας πλέει εις το φως τούτο και η Ορθοδοξία φρίσσει ιερώς από τας μελωδίας των χαροποιών ύμνων. Αι εκ περιουσίας πιστεύουσαι ψυχαί μας εις την αθανασίαν, περιβάλλονται κατά τας ημέρας του αγίου Πάσχα χιτώνας φωτεινούς. Ημείς κρατούμεν εν μέσω πληθούσης Εκκλησίας φαιδράς τας λαμπάδας μας, μηνύοντες εις τους αιώνας το ιδιάζον ημίν τοις Ανατολικοίς πνεύμα της χαράς, ήτις ανέβλυσεν ως πλεόνασμα της πλησιφαούς Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ηγαπημένου, εκ του ολβίου Του τάφου. Δια τούτο και προσερχόμεθα εν φόβω και χαρά εις την Μετάληψιν του Σώματος και Αίματός Του, προς μετουσίαν και μετοχήν εις την αιώνιον ζωήν, συνωθούμενοι εν τη Εκκλησία «έως των κεράτων του θυσιαστηρίου», εν τω οποίω «τα φοβερά τελεσιουργείται», δια λειτουργικών συμβόλων, τύπων και εικόνων, εκφραζόντων απύθμενον πνευματικόν βάθος.                                                                                                                        
Αδελφοί, «χαίρετε, πάλιν ερώ, χαίρετε».



Δεν υπάρχουν σχόλια: