ΚΥΡΙΑΚΗ 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014 – ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ -- «Εποίησε δείπνο μέγα και εκάλεσε πολλούς»

Το δείπνο της θεϊκής αγάπης 

Σ’ ένα δείπνο αλλιώτικο, το οποίο παρομοιάζεται με τη Βασιλεία των Ουρανών, προσκαλεί τον άνθρωπο η αγάπη του Θεού. Στην τιμητική πρόσκληση που τους απευθύνει για συμμετοχή στο ξεχωριστό αυτό δείπνο, οι προσκεκλημένοι με εύσχημο τρόπο προφασίζονται και επικαλούνται τις μέριμνες της καθημερινής ζωής για ν’ αρνηθούν να παραστούν. Το χωράφι, η αγορά βοδιών και ο γάμος, από ευλογία του Θεού μετατράπηκαν σε προφάσεις για ν’ απορρίψει ο άνθρωπος το μεγαλείο που του πρόσφερε η θεϊκή αγάπη.
Οι δικαιολογίες
Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο οικοδεσπότης μόλις ακούει τις φτηνές δικαιολογίες που προβλήθηκαν, εξοργίζεται. Αυτό συμβαίνει γιατί η τιμή που κάνει ο Θεός στον άνθρωπο να τον καλέσει σε κοινωνία μαζί του, συνιστά ένα ανεπανάληπτο μεγαλείο, για την άρνηση του οποίου δεν χωρεί καμιά δικαιολογία. Πόσο μάλλον οι τόσο φθηνές προφάσεις που επικαλούνται οι προσκεκλημένοι της περικοπής.

O Συναξαριστής της ημέρας.

Κυριακή, 14 Δεκεμβρίου 2014

Θύρσου,
Λεύκιου καὶ Καλλίνικου.

Οἱ Ἅγιοι Θύρσος, Λεύκιος καὶ Καλλίνικος ἔζησαν τὸν 3ου αἰώνα μ.Χ. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Βιθυνία καὶ κατοικοῦσαν στὴν Καισάρεια. Ἦταν γόνοι ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν καὶ διῆγαν εὐσεβὴ καὶ ταπεινὸ βίο.
Μαρτύρησαν, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τὶς ἀπειλὲς τῶν εἰδωλολατρῶν, ὁ Λεύκιος παρουσιάστηκε οἰκειοθελῶς στὸν ἔπαρχο Κουμβρίκιο, στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του. Δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει τὸν ἔπαρχο, ποὺ προσπαθοῦσε μὲ κάθε μέσο, νὰ περιορίσει τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐξοργισθεῖς ὁ Κουμβρίκιος διέταξε τὸν βασανισμὸ τοῦ Ἁγίου. Ἀφοῦ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια, ὁ Λεύκιος πέθανε μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἡ γενναία στάση τοῦ Ἁγίου ὁδήγησε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα καὶ τὸν Θύρσο, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε μὲ θάρρος ὅτι Κύριος καὶ Θεός του εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γιὰ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ ὑπέστη φοβερὰ βασανιστήρια, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν εἰδωλολάτρη ἱερέα Καλλίνικο.
Οἱ δυὸ ἄνδρες βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ Καλλίνικος ἀποκεφαλίστηκε, ἐνῶ ὁ Θύρσος θανατώθηκε μὲ πριόνια ἀπὸ τοὺς δήμιους.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Του Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως κ. Διονυσίου.

Η Εκκλησία μας τιμά, σέβεται και γεραίρει την Παναγία, ως Μητέρα του Κυρίου μας και την αποκαλεί Θεοτόκο, σύμφωνα με την απόφασιν της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Η Ελισάβετ φωτισθείσα από το Άγιον Πνεύμα απεκάλεσε την Παρθένον κατά την επίσκεψή της προς Αυτήν «Μητέρρα του Κυρίου» (Λουκ. α΄ 43). Ο Θεός πρώτος Την ετίμησε και Την εμεγάλυνε, αφού Την εκάλεσε ως Την πιο αγνή και αγία γυναίκα, για να πραγματοποιηθή το μυστήριον των μυστηρίων, η σωτηρία του κόσμου. Την εκάλεσε, για να συμμετάσχη και Αυτή στο Θείο απολυτρωτικό Του σχέδιο. Να γίνη Μητέρα του Υιού Του και Μητέρα όλων εκείνων των πιστευόντων στον Κύριο. Αυτή είναι η ευλογημένη μεταξύ όλων των γυναικών. Είναι η Κεχαριτωμένη. Είναι γεμάτη από όλες τις χάριτες του Θεού και ενδεδυμένη με όλες τις αρετές του Κυρίου, σκορπώντας το άρωμα της αγιότητας και αγνότητας παντού. Ο Προφήτης και Βασιλεύς Δαβίδ, Την προφητεύει και Την παρουσιάζει σαν Βασίλισσα των Ουρανών, ενδεδυμένη με τα πάγχρυσα ενδύματα των χαρίτων και των αρετών Της. Ευρισκομένη στα δεξιά του Θρόνου της μεγαλωσύνης του Κυρίου, πρεσβεύει υπέρ ημών. «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών Σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψαλ. μδ΄ 10). Από μικρή είχε αφιερώσει την ζωή της στο Θεό. Υπηρετούσε μέσα στο ναό του Σολομώντος, προσευχομένη συνεχώς και μελετούσε τα Ιερά Γράμματα. Γι΄ αυτό είχε τη δύναμη, το θάρρος και τη διάθεση να δεχθή τον Αρχάγγελο Γαβριήλ χωρίς φόβο, όταν Της μετέφερε μαζύ με τον Ουράνιο χαιρετισμό «Χαίρε Μαρία» και το θείο μήνυμα, στο οποίο η Παρθένος υπήκουσε με ταπείνωση, πως θα γεννήση θαυματουργικώς τον Σωτήρα του Κόσμου. Έτσι με την υπακοή Της, έγινε η Παναγία, το εργαστήριον, όπου τελέσθηκε το μυστήριο της ενώσεως της θείας φύσεως μετά της ανθρώπινης φύσεως. Όταν ο Θεός θέλησε ελεύθερα να γίνη άνθρωπος, από άπειρη αγάπη, για να σώση τον άνθρωπο, έπρεπε Αυτός, να γίνη καθ΄ όλα όμοιός του, χωρίς, όμως, αμαρτίες και χωρίς το προπατορικόν αμάρτημα και να γεννηθή υπερφυσικώς και όχι φυσικώς.
Η σάρκωση του Θεανθρώπινου προσώπου του Υιού και Λόγου του Θεού, θα γινόταν ακριβώς με τη θεία δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που με μυστηριώδη και υπερφυσικό τρόπο, θα σκήνωνε στην Παρθένο. Θα έπρεπε, όμως, να το θελήση και να το αποδεχθή ελεύθερα αυτό και η ίδια, η Παρθένος Μαρία, σαν αντιπρόσωπος του ανθρώπινου γένους. Πράγματι, στην έννοια του «πληρώματος του χρόνου» περιλαμβάνεται και η «Εύρεση» από το Θεό, του προσώπου της Παναγίας, της Αχράντου Μαρίας, της Δευτέρας Εύας, από την οποία θα γενιόταν ο Δεύτερος Αδάμ. Η Δευτέρα Εύα, θα έπρεπε να είναι, αντίθετα προς την πρώτη, αγνή, πιστή, ταπεινή, υπάκοη, Κεχαριτωμένη, να μη έχει διαπράξει θεληματικά αμαρτίες, να είναι αμόλυντος και άμωμος. Τέτοια ήταν η Παρθένος Μαρία, που από μικρή είχε αφιερωθή στο Θεό. Εγνώριζε τις προφητείες και ανέμενε με θερμή πίστη το Μεσσία Λυτρωτή, χωρίς φυσικά να γνωρίζη πως Αυτή θα αξιωθή από τον Θεό να γίνη Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού, αφού άλλωστε πατέρας δεν υπήρχε. Όταν, όμως, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την επεσκέφθηκε και της ανήγγειλε «το μέγα μυστήριον», Εκείνη, με πίστη και ταπείνωση απάντησε: «Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. ι’ 38). Από αυτή τη στιγμή, άρχισε η θεία Ενανθρώπηση και η λύση του δράματος της ανθρώπινης ελευθερίας. Ο απαραίτητος όρος, για τη σωτηρία του ανθρώπου, είχε βρεθή. Ήταν η ταπεινή και θεληματική υπακοή στο αγαθό θέλημα του Θεού, στο πρόσωπο του εκλεκτότερου ανθρώπινου πλάσματος, της Υπερευλογημένης Υπεραγίας Θεοτόκου. Αυτός είναι ακριβώς, ο λόγος για τον οποίον η Εκκλησία μας, ευλαβούται και τιμά την Υπεραγία Παρθένον, ύστερα από τον Υιόν της και Σωτήρα μας.
Η Παναγία είναι το πρόσωπο εκείνο, που προφητεύθηκε αιώνες πριν γεννηθή. Γι΄ αυτό η ζωή Της βρίσκεται στο κέντρο όλων των αιώνων. Προφητεύθηκε από τον Προφήτη Ησαϊα και τον Προφήτη Ιεζεκιήλ. Αυτή είναι η πραγμάτωση των τύπων και σκιών της Παλαιάς Διαθήκης. Συμβολίζεται, αλληγορείται και παρουσιάζεται με πολλά σημεία και γεγονότα στην Παλαιά Διαθήκη, όπως π.χ. με την ράβδο του Ααρών την βλαστώσα (Αρ. ιζ΄ 23). Με την Κιβωτό της Διαθήκης (Έξοδ. κε΄ 9, Κ). Με την φλεγομένη και μη καιομένη Βάτο. Με τη χρυσή στάμνα της Κιβωτού, με το περιεχόμενό της, το Θείο Μάννα. Για να μη ξεχάσουν οι Ισραηλίτες το Μάννα, με το οποίο τους έτρεφε θαυματουργικά ο Θεός, είπε ο Μωϋσής στον Ααρών, να γεμίση με Μάννα μια χρυσή στάμνα και να τη διαφυλάξη στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Η στάμνα αυτή προτύπωνε τη Θεοτόκο και το Μάννα προτύπωνε το Ζωηφόρο σώμα του Χριστού. Ο Προφήτης Ησαϊας προφήτευσε ότι ο Μεσσίας θα γεννηθή από Παρθένο (Ησ. κεφ. 7, 14), επίσης ο Προφήτης Ιεζεκιήλ προφητεύει ότι η Παναγία υπήρξε Παρθένος προ του τόκου Της και μετά τον τόκον Αυτής. Ο Προφήτης Ιεζεκιήλ (μδ΄ 1 και εξής) είδε με όραμα, «την πύλη των αγίων του Ναού, την εξωτέραν την βλέπουσα κατά ανατολάς και αύτη ήτο κεκλεισμένη». Ήκουσε δε από τον Θεόν ότι «η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται και ουδείς μη διέλθη δι΄ αυτής. Ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ, εισελεύσεται δι΄ αυτής, και έσται κεκλεισμένη». Θαυμάσια προτύπωση της Παρθενίας της Θεοτόκου. Την «πύλην» αυτήν, μόνο ο Κύριος «διώδευσε», δηλαδή εγεννήθηκε εξ αυτής, αλλά και την άφηκε πάλιν αυτήν «κεκλεισμένην» επειδή ο Κύριος διαφύλαξεν αλώβητον την παρθενίαν της. Ας τα βλέπουν οι αιρετικοί, οι «σκοτισταί των Γραφών», που παραληρούν χλευάζοντες, ότι η Μητέρα του Κυρίου, εγέννησε ακολούθως και άλλα παιδιά, δια της φυσικής οδού. Η Θεοτόκος ήταν Παρθένος και προ του τόκου και με τον τόκο και μετά τον τόκον αυτής. Κανένας άλλος παρ΄ εκτός του Λόγου του Θεού, δεν «διώδευσε» την «πύλην» του Κυρίου, την Παναγία. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι κατά την Θεότητά Του, ο Μονογενής Υιός, του Θεού Πατρός και κατά την ανθρώπινη φύση Του, ο μονογενής Υιός της Μητέρας Του. «Εστάθην… μονογενής ενώπιον της μητρός μου» (Παροιμ. 4, 3). Στο χωρίον αυτό δεν ομιλεί ο Σολομών, γιατί αυτός δεν ήταν μονογενής στη μητέρα του, αλλά ο Χριστός, η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, όπως ομιλεί σε άλλα μέρη του βιβλίου των Παροιμιών (κεφ. 8). Ο Χριστός είναι ο μονογενής Υιός της Μητέρας Του και αυτή υπήρξε Αειπάρθενος, όπως ορθώς την τιμάει η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.
Ευγνωμονούμε την Παναγία μας, που με την ελεύθερη υποταγή της και την αφοσίωσή της στο Θεό, εγέννησε τον Χριστό μας και έλυσε την κατάρα, που μας εκληροδότησε η Εύα, χαρίζοντάς μας, την Ευλογία του Θεού. Ευγνωμονούμε την Παναγία μας, που με την γέννηση του Χριστού μας, μας εχάρισε την αθανασία και την χαρά, ενώ η Εύα, μας έφερε τον θάνατο και την λύπη. Αυτή είναι «η Γυνή» εκείνη, της οποίας, όπως αναφέρεται στην Αγία Γραφή, το σπέρμα αυτής, συνέτριψε την κεφαλή του αρχέκακου όφεως. Ο Χριστός ο Οποίος εσέβετο και αγαπούσε τη Μητέρα Του, πολλές φορές, την αποκαλούσε «Γύναι», για να θυμίζη στο Λαό τα Λόγια του Πατρός Του, προς τον διάβολο, «… κι΄ έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ΄ 15). Η Παναγία μας, η Άχραντος Παρθένος έγινε αιτία της σωτηρίας μας. Έγινε η κλίμακα του Ουρανού, δι΄ ης κατέβη ο Θεός, έγινε η Πύλη του Ουρανού. Εδάνεισε την σάρκα Της, για να χωρέση ο Αχώρητος Θεός. Αυτή εβάστασε τον βαστάζοντα πάντα. Έδωσε το αίμα της στο Χριστό και ο Χριστός, το εθέωσε και ζωογόνησε την ανθρωπότητα. Η Παναγία μας, ασκήθηκε πάνω στη γη, για να γίνη η τελειότερη φύση και να ενωθή μαζύ με τον Κύριο. Αγάπησε το Θεό ολόψυχα. Γιαυτό έγινε το κόσμημα του Ουρανού, το κειμήλιον της Οικουμένης, το σκήπτρον της Ορθοδοξίας, η πλατυτέρα νεφέλη του κόσμου. Συνέλαβε και εκπλήρωσε την αποστολή Της, σαν Μητέρα του Θεού και σαν μεσίτρια του κόσμου. Πως, λοιπόν να μη είναι η Υπερευλογημένη, ανάμεσα σ΄ όλες τις γυναίκες; Και πώς να μη τιμάται από τους πιστεύοντας στον Χριστόν και να μακαρίζεται από όλες τις γενεές, όπως Αυτή το προφήτευσε; Εκατομμύρια είναι οι πιστοί χριστιανοί, που Την τιμούν, Την μεγαλύνουν, Την ανυμνούν καθημερινά και Την επικαλούνται, ζητούντες την βοήθειά Της και την σωτηρία του κόσμου. Έτσι συνεχώς και αδιάψευστα επαληθεύεται η προφητεία Της και δοξάζεται και προσκυνείται το Όνομα του Τριαδικού μας Θεού, ο Οποίος την εμεγάλυνε και Την ετίμησε, με την εκλογή Της, να γίνη Μητέρα του Υιού Του, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και τώρα στους ουρανούς να συνεχίζεται, να τιμάται Αυτή. Να μακαρίζεται και να δοξάζεται από τους Αγγέλους.

Η Παναγία δεν είναι μόνο Μητέρα του Κυρίου μας, είναι και δική μας Μητέρα. Αυτό επαληθεύεται από όσα είπε ο Κύριος στον Ιωάννη, πριν το θάνατό Του, επί του Σταυρού. Ο Πανάγαθος και Φιλάνθρωπος Κύριός μας, ευρισκόμενος στο Σταυρό, παρ΄ όλον τον πόνο, που είχε, όταν είδε την Μητέρα Του και τον Ιωάννη, σκέφθηκε με πολύ σεβασμό και αγάπη γι΄ Αυτήν, της Οποίας εθλίβετο η καρδία Της. Γι΄ αυτό Της λέγει: «Γύναι ιδού ποιος θα είναι από τώρα υιός σου, ο Ιωάννης». Στον Ιωάννη δε είπε: «Ιδού η Μητέρα σου». Από τότε ο Ιωάννης Την επήρε στο σπίτι του. (Ιωάνν. Ιθ΄ 26). Από την στιγμήν εκείνη η Παναγία γίνεται όχι μόνο Μητέρα του Ιωάννη, αλλά και Μητέρα όλων των πιστών οπαδών του Χριστού μας. Γίνεται η αιώνια Μητέρα μας, που θα πρέπει να Την έχουμε στην καρδιά μας, παραδειγματιζόμενοι από την πανάγια ζωή Της. Για τους κακόδοξους αιρετικούς, που θέλουν να κατακρίνουν τους Ορθοδόξους, χωρίς επίγνωση και με φανατισμό, για την προσκύνηση της Παναγίας και των Αγίων, τους απαντούμε ότι η προσκύνηση, που αποδίδουμε στους Αγίους και την Παναγία, είναι τιμητική και ευλαβική. Ενώ στον Θεόν, η προσκύνηση είναι λατρευτική. Τον Θεό Τον προσκυνούμε και Τον λατρεύουμε με τελεία προσκύνηση, η οποία ονομάζεται Λατρεία. Τους Αγίους σεβόμεθα και τους τιμούμε, διότι είναι οι εκλεκτοί και οι φίλοι του Θεού, αλλά ταυτόχρονα και οι φίλοι των ανθρώπων. Όταν ευρίσκοντο στη ζωή, εδώ στη γη, προσηύχοντο στο Θεό για τους ανθρώπους, όπως ο Αβραάμ ο Ισαάκ, ο Μωϋσής, ο Ηλίας και άλλοι πολλοί, καθώς μας αναφέρει η Π. Διαθήκη. Αλλά και μετά τον θάνατό τους, συνεχίζουν το ίδιο στον ουρανό, πρεσβεύοντας για μας. Για την Παναγία μας, το ίδιο και περισσότερο «συμβαίνει», διότι Αυτή είναι ανωτέρα των αγίων και των Αγγέλων, αφού έγινε η Μητέρα του Κυρίου μας και έχει σχέση με Αυτόν, όχι μόνο πνευματική, σαν τους λοιπούς Αγίους, αλλά και φυσικό σύνδεσμο. Γι΄ αυτόν τον λόγον, πολύ δε περισσότερον, από τους Αγίους, η Θεοτόκος, λόγω της θέσης Της, σαν Μητέρα του Χριστού, διαθέτει αξεπέραστη παρρησία και μεγάλην ευκινησία. Συνεχώς σπεύδει εις ικεσίαν, παρακαλώντας τον Υιόν Της, για την σωτηρίαν όλων μας.

ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ - ΑΠΑΝΤΗΣΗ στο τελεσίγραφο του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.Άνθιμου

http://opaidagogos.blogspot.ca/


Με μεγάλη λύπη διαβάσαμε στο Ορθόδοξο Ιστολόγιο Κατάνυξης:
"Σαρανταοκτώ ώρες προθεσμία μας δίνει ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος, μέσω του δικηγόρου του (προθεσμία που λήγει στις 12.00 το μεσημέρι του Σαββάτου 13/12/2014) όπως μπορείτε να διαπιστώσετε από το έγγραφο που μας εστάλη μέσω του ηλεκτρονικού μας ταχυδρομείου."


Αγαπητέ μας επίσκοπε, αγαπητέ μας π.Άνθιμε,
Είναι ειλικρινά τραγικό, να προσπαθεί ένας μητροπολίτης  να διασφαλίσει την "εξουσία" του, βάζοντας "δικηγόρους Παρ' Αρείω Πάγω" να στέλνουν τελεσίγραφα 48 ωρών και μάλιστα σε Ορθόδοξα  Ιστολόγια! 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΔΟΞΑΣΑΤΕ !


Εις ποίαν οδυνηράν δοκιμασίαν μας υποβάλλει το μήνυμα! Πως θα αναμετρηθώμεν με την απαίτησιν;  Πως θα κατορθώσωμεν αξίως να δοξάσωμεν τον Γεννώμενον Χριστόν; Διανοούμεθα εν πίστει την Ενσάρκωσιν του Θείου Λόγου και περιπίπτωμεν εις θάμβος. Βυθιζόμεθα εις το μυστήριον, το «ξένον και παράδοξον» και μένομεν άναυδοι. Που θα εύρωμεν αγγελικόν νουν, δια να κατανοήσωμεν την κένωσιν του Υιού και Θεού; Με ποίαν καρδίαν θα αγαπήσωμεν; Ομολογουμένως, η πιστή ψυχή, μελετώσα την άπειρον αγάπην του Θεού προς τους ανθρώπους, περιέρχεται εις αμηχανίαν. Ω, πόσον μικροί είμεθα ημείς και πόσον μέγας ο Θεός! Και ποίον μεγαλείον κρύπτεται εις την εκούσιον ταπείνωσίν Του! Μία μόνον διέξοδος υπάρχει δια την έκθαμβον και ευεργετουμένην ψυχήν: Η ευγνωμοσύνη, ο πνευματικός κλαυθμός, η ευχαριστία προς την αγάπην, τον Θεόν. Και νομίζω ότι το μόνον ανταπόδομα εις τας ανεκφράστους ευεργεσίας του Θεού είναι η θερμή ευχαριστία και ευγνωμοσύνη. Ω, και να εγνωρίζαμεν τι είμεθα, από πού ερχόμεθα, που πηγαίνομεν! Πόσον είμεθα θείοι, πόσον αγγελικοί, πόσον φωτεινοί, θεόπλαστοι, αιώνιοι, θεοί! Ω, κατηραμένη άγνοια, που εμποδίζεις την γνώσιν των μεγαλείων μας! Ω, ζοφερά λήθη, που αποκρύπτεις από τους οφθαλμούς μας το εκθαμβωτικόν φως μας! Ημείς ωραίοι, ημείς άφθαρτοι, ημείς υπέρτεροι των γηίνων, ημείς τέκνα Θεού. Και «τι εσόμεθα ουκ οίδαμεν»! Δεν γνωρίζομεν ποίαν ακόμη επί το θειότερον μετουσίωσιν θα προσλάβωμεν. Πάντως, «όμοιοι αυτώ – τω Θεώ – εσόμεθα»! Είναι να μη διέλθη κανείς τον βίον του κλαίων εξ αγάπης; Πως ημπορεί να ανθέξη η ανθρωπίνη καρδία εις τόσην προσφοράν θεϊκής αγάπης; Ποίον άλλο είναι τόσον μέγα, όσον η σάρκωσις του Θείου Λόγου, χάριν της σωτηρίας μας, χάριν της θεώσεώς μας εν αιωνιότητι;  Ιδού, διατί μένομεν άναυδοι ημείς οι Χριστιανοί. Ιδού, διατί κλαίομεν ευγνωμόνως. Ιδού, διατί περιδινούμεθα ερωτικώς περί τον αγαθόν, τον περί πάντας αγαθόν, Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτήν την σεσαρκωμένην Σοφίαν, την ενανθρωπήσασαν Αγαθότητα, την μορφοποιηθείσαν Αγάπην, την ταπεινωθείσαν Δύναμιν, την αποκρυβείσαν Ωραιότητα! Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτοί που μετέσχον εν θείω έρωτι των θείων ιδιοτήτων, ότι οι αγγελικοί νόες, έκθαμβοι και εκστατικοί από τον θείον έρωτα προς τον Θεόν, κινούνται φλεγόμενοι περί τον θρόνον της θείας μεγαλωσύνης. Και καθ’  όσον προσλαμβάνουν φως και γνώσιν, κατά τοσούτον και αγαπούν. Και όσον αγαπούν, τόσον γνωρίζουν. Ως εκ τούτου καθίσταται φανερόν ότι τα αγγελικά πνεύματα δεν διάγουν εν απραγμοσύνη και στατικότητι, αλλά διατελούν εις αδιάλειπτον κίνησιν προσλήψεως γνώσεως και αγάπης. Ούτω και ημείς. Κατά το μέτρον της γνώσεως των θείων πραγμάτων είναι και η αγάπη μας. Και κατά το ποσόν της αγάπης μας είναι και η γνώσις. Καθ’  όσον λοιπόν αντιλαμβανόμεθα την σημασίαν του μεγαλυτέρου γεγονότος, που εγνώρισεν η ανθρωπίνη ιστορία – «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος. Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;» --, κατά αναλογίαν και χαίρομεν και αγαπώμεν και ευγνωμονούμεν και κλαίομεν και αγαθυνόμεθα την καρδίαν. Ό,τι λοιπόν αποτελεί την οφειλήν μας είναι, όχι να συστέλλωμεν τα θεία πράγματα μέσα εις την πτωχήν διανοητικότητά μας, αλλά, αγωνιζόμενοι, να παρασκευάζωμεν εαυτούς να τα δεχθώμεν με ταπείνωσιν και αγάπην, δια να τα γνωρίσωμεν. Ούτω θα τα αγαπήσωμεν. Εντεύθεν θα τα γνωρίσωμεν περισσότερον και περισσότερον θα τα αγαπήσωμεν. Αυτή η κίνησις του νου και της καρδίας είναι αέναος. Είναι κίνησις Χριστοκεντρική, η οποία εξασφαλίζει την καθαρότητα, την φωτεινότητα, την θείαν αγάπην, την εμπολίτευσιν εις τους ουρανούς. Και προκαλεί το μίσος προς παν αμαρτωλόν, προς παν πτωχόν, προς πάσαν γεώδη σχέσιν. Και μας καθιστά αγίους και ελευθέρους. Αλλά, δυστυχώς! Ταλαίπωροι ημείς, «εμπλεγμένοι ταις του βίου πραγματείαις», με βεβαρημένας καρδίας « εν μερίμναις βιωτικαίς», θυσιάζομεν την θείαν ψυχήν μας εις παροδικά και μάταια. Δεν μελετώμεν την θείαν ευγένειάν μας, την θείαν καταγωγήν μας, τον προς θέωσιν προορισμόν μας. Εντεύθεν λησμονώμεν τον Θεόν μας. Και, φυσικά, δεν μελετώμεν την αβάστακτον από την καρδίαν εν σαρκί παρουσίαν Του, που εξέπληξεν αγγέλους. Που κατεπλάγη η κτίσις. Και ενώ ήλθε δι’  ημάς, δια την άπειρον αγάπην Του προς εμέ και σε, αδελφέ, ημείς και αδιαφορούμεν και πράττομεν τα εναντία εκείνων, που οδηγούν προς την θέωσίν μας. Από εδώ αρχίζει το ανθρώπινον δράμα, ο χωρίς σχεδόν Θεόν χριστιανός. Και το φρικτόν αυτό δράμα, από προσωπικόν, εξαπλούται εις την οικογένειαν, το χωρίον, την πόλιν, εις το Έθνος ολόκληρον. Και ημείς τα τέκνα του Θεού, ουδόλως διαφέρομεν από τους απίστους. Και ουδένα δυνάμεθα να πείσωμεν δια την αλήθειαν του σαρκωθέντος Θεού. Ότι «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» και ότι «ώφθη επί της γης και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Και παρέχομεν σκάνδαλον εις τον κόσμον και «ο Θεός βλασφημείται δι’ ημάς εν τοις έθνεσι». Διατί; Δια την αμέλειαν ημών και διότι οι ποιμένες της Εκκλησίας περί άλλα τυρβάζουν. Διότι δεν εβίωσαν το μέγα μυστήριον της κενώσεως του Υιού του Θεού. Δεν τον εμελέτησαν, δεν τον ηγάπησαν, δεν εξεμεταλλεύθησαν τα τίμια δώρα, που μας εκόμισε. Δεν μετεμορφώθησαν εις άγια τέκνα Θεού, δια τούτο και δεν δύνανται να ομιλήσουν εις τας ψυχάς. Να τας υψώσουν εκ των γηίνων, να τας μετεωρίσουν εις τους ουρανούς. Να καταστήσουν τους χριστιανούς «συμπολίτας των αγίων και οικείους του Θεού». Δια τούτο και η Πατρίς μας, το Έθνος το άγιον, ο Ορθόδοξος λαός, κατήντησε το σκύβαλον του κόσμου. Και εγένετο «μυκτηρισμός και χλευασμός τοις κύκλω ημών». Χωρίς να γνωρίζωμεν ποία ακόμη τραγωδία μας αναμένει. Το φρικτότερον δε είναι ότι ούτε καν υποπτευόμεθα την συμφοράν μας, την πνευματικήν και την ερχομένην καταιγίδα. Η πολυχρόνιος έξις εις τα έργα της πτώσεώς μας, η αγνοηθείσα πνευματική μας ευγένεια, η διαβολική λήθη του συνταρακτικού γεγονότος της ενανθρωπήσεως του Θεού χάριν ημών, μας έχουν εις τοιούτον βαθμόν ναρκώσει, ώστε να μη θέλωμεν να απαλλαγώμεν από την κόλασιν των παθών, εις την οποίαν τυραννούμεθα. Ω αδελφοί μου, συναμαρτωλοί! Απωλέσαμεν τον θησαυρόν. Ωσάν να μη εγεννήθη δι΄ ημάς ο Σωτήρ. Που είναι οι καρποί της πίστεώς μας; Που είναι τα δώρα που θα προσκομίσωμεν εις τον τεχθέντα Βασιλέα; Με ποίαν ψυχικήν στολήν θα υποδεχθώμεν τον καθαρόν; Τι εκάμαμεν τα θεία χαρίσματά Του, με τα οποία έπρεπε να είχομεν εκλαμθή από τας θείας ακτίνας της χάριτός Του; Πως δεν θα εντραπώμεν από την πτωχείαν των σπαργάνων Του; Πως θα αντικρύσωμεν το Θείον Βρέφος, με ένοχον συνείδησιν, με ηχρειωμένην την θείαν εικόνα, με καρδίαν εσκοτισμένην υπό των παθών; Εν τούτοις θα εορτάσωμεν την Γέννησίν Του! Θα εκκλησιασθώμεν. Θα ανάψωμεν τας λαμπάδας μας. Θα γεμίσωμεν τους ναούς. Θα ακούσωμεν τους αγγελικούς ύμνους των Χριστουγέννων. Και την ημέραν αυτήν, όπως θα είμεθα με εορταστικά ιμάτια, εις εκθαμβωτικά φώτα, με επιμελημένα γεύματα και άλλα σύμβολα χαράς, θα νομίσωμεν, θα πιστεύσωμεν ότι είμεθα λάτρεις του Γεννηθέντος Σωτήρος! Ω πόσον θα έχωμεν πλανηθή! Αδελφοί μου! Με το άρθρον αυτό γίνεται μία καινοτομία. Αντί να γραφή ένα «χαρούμενον» Χριστουγεννιάτικον άρθρον, ένα θεολογικόν, πνευματικόν, που να θεμελιώνη την θεότητα του Θείου Βρέφους, που να αναλύη το περιεχόμενον της συγκλονιστικής ενανθρωπήσεως του Θεού, αντί να δώσωμεν ένα τόνον πνευματικής χαράς εις την «μητρόπολιν αυτήν των εορτών», προετιμήθη ένα άρθρον… μετανοίας. Οι αγαπητοί αναγνώσται, δια να μη χάσουν την ευδαιμονιστικήν διάθεσίν των, ας διαβάσουν άλλα έντυπα, που θα εκδοθούν επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων. Ο υποφαινόμενος εφέτος, που είναι μία από πάσης απόψεως δραματική εποχή, θα ήτο ευτυχής, αν κατώρθωνε να κατανύξη μερικάς ψυχάς. Να τας οδηγήση εις μετάνοιαν και κλαυθμόν. Και να τας κάμη όπως, μαζί με τους θείους ύμνους, αναβλύσουν ολίγα δάκρυα. Έχομεν τόσην ανάγκην δακρύων, ως Εκκλησία, ως λαός και ως Έθνος, ώστε θα ήσαν τα τιμιώτερα δώρα προς τον νηπιάσαντα Λόγον υπέρ της ταλαιπώρου Πατρίδος μας. Αδελφοί,  «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…».  Αλλά μετά κλαυθμού!...    

θ.μ.δ.
(Το άρθρο αυτό είναι γραμμένο το 1970)