Τα Άγια Θεοφάνεια


Τα Άγια Θεοφάνεια (που εορτάζουμε στις 6 Ιανουαρίου) αναφέρονται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Κυρίου Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό. Το ευαγγέλιο μας πληροφορεί πως ο Ιωάννης ο Πρόδρομος κήρυττε, εξομολογούσε και βάπτιζε.«Τότε παραγίνεται ο Ιησούς από της Γαλιλαίας επί τον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην του βαπτισθήναι υπ’ αυτού. Ο δε Ιωάννης διεκώλυεν αυτόν λέγων, εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη πρός με; Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε προς αυτόν, άφες άρτι (= άφησε τώρα τις αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολίες να βαπτιστώ) ούτως γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην (= γιατί έτσι ταπεινούμενος θα εκπληρώσω κάθε εντολή του Θεού). Τότε αφίησιν αυτόν και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος, και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν και ερχόμενον επ’ αυτόν, και ιδού φωνή εκ των ουρανών λέγουσα ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» (Ματθ.3, 13-17) 
Κατά τη διάρκεια του βαπτίσματος έλαβαν χώρα τα παράδοξα και υπερφυσικά εκείνα γεγονότα που αναφέρουν οι ιεροί ευαγγελιστές: Ο Ιησούς ως αναμάρτητος ανέβηκε αμέσως από το νερό του Ιορδάνη, οι ουρανοί άνοιξαν, το Πνεύμα του Θεού κατέβηκε σαν περιστέρι επάνω Του και φωνή ακούστηκε από τον ουρανό να βεβαιώνει ότι αυτός που βαπτιζόταν ως άνθρωπος ήταν ο αγαπητός Υιός του Θεού. Με τον τρόπο αυτό φανερώθηκε η θεότητα του Ιησού και το μέγα μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Γι’ αυτό το λόγο η σημερινή εορτή ονομάζεται Θεοφάνεια, φανέρωση του Θεού.
 

Από τότε και το Βάπτισμα των χριστιανών, δεν είναι «εν ύδατι», όπως το βάπτισμα «μετανοίας» του Ιωάννη, αλλά «εν Πνεύματι Αγίω». Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι η Βάπτιση του Κυρίου άνοιξε τη θύρα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Με την καθαρτική χάρη του αγίου Βαπτίσματος ο παλαιός αμαρτωλός άνθρωπος ανακαινίζεται και με την τήρηση των θείων εντολών γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
 

Aγίασμα Οσίου Θεοφίλου του Μυροβλύτου--Άγιο Όρος


Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Άνθρωπος και Θεάνθρωπος.

34. Πρόκειται περί «μεγάλου μυστηρίου»,  του μεγαλυτέρου εις όλους τους κόσμους μας: περί του Χριστού και της Εκκλησίας. Ο νους και η γλώσσα του ανθρωπίνου γένους αδυνατούν να εκφράσουν, έστω και κατά προσέγγισιν, το πανάγιον και παμμέγιστον τούτο μυστήριον. Ο Χριστός είναι ταυτοχρόνως Θεός Λόγος και άνθρωπος, Θεός Λόγος και Εκκλησία, Θεός Λόγος μετά του σώματος εις τους ουρανούς και εν τω σώματί Του, εν τη Εκκλησία, επί της γης. Δεν είναι, λοιπόν, τούτο «μυστήριον μέγα»; Τα μέλη της Εκκλησίας αποτελούν έναν οργανισμόν, εν σώμα, και πάλιν έκαστον παραμένει εντελώς χωριστόν πρόσωπον. Δεν αποτελεί τούτο «μυστήριον μέγα»; Εις την Εκκλησίαν τα πάντα είναι καθολικά, αλλά και τα πάντα προσωπικά, έκαστος ζη εν πάσι και οι πάντες εν εκάστω, και πάλιν η ζωή του καθενός (πιστού) είναι ιδική του ζωή, και το πρόσωπον του καθενός είναι ιδικόν του πρόσωπον. Δεν είναι και αυτό «μυστήριον μέγα»; Εις την Εκκλησίαν ζουν τόσοι και τόσοι αμαρτωλοί, παρά ταύτα αύτη είναι όλη «αγία και άμωμος», μη έχουσα οιονδήποτε σπίλον ή ρυτίδα. Αυτό πάλιν δεν είναι «μυστήριον μέγα»; Και ούτω καθ΄ εξής, τα πάντα εν τη Εκκλησία, το κάθε τι, από το πλέον μικρόν μέχρι του μεγαλυτέρου, είναι «μυστήριον μέγα», διότι εις τα πάντα είναι παρών όλος ο θαυμαστός Κύριος και Θεός Ιησούς Χριστός με όλα τα αναρίθμητά Του θεανθρώπινα μυστήρια. Δια τούτο η Εκκλησία αποτελεί το μέγιστον θαύμα δι΄ όλους τους κτιστούς κόσμους, θαύμα το οποίον θαυμάζουν και οι άγιοι Άγγελοι εις τους ουρανούς. Εις το μοναδικόν θείον Ευαγγέλιόν της «επιθυμούσι και οι Άγγελοι παρακύψαι», διότι και εις αυτούς αποκαλύπτεται «δια της Εκκλησίας η πολυποίκιλος σοφία του Θεού» (Εφ. 3, 10.  Α΄ Πέτρ. 1, 12).                                                                                                                                                   
Ο Θεάνθρωπος Χριστός ήνωσεν («ανεκεφαλαίωσεν») εν τη Εκκλησία Του τα πάντα, «τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφ. 1, 10). Όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης συνηνώθησαν εις εν μυστήριον, εις το «μέγα μυστήριον», το υπερ-μυστήριον, την Εκκλησίαν. Αυτό το «μέγα μυστήριον» διαποτίζει (περιχωρεί) όλα τα μέλη της Εκκλησίας, όλην την ζωήν των, όλας τας σχέσεις των. Δια τούτο εν τη Εκκλησία τα πάντα είναι ένα θαύμα, τα πάντα είναι ένα μυστήριον, «πάντα υπέρ έννοιαν, πάντα υπερένδοξα». Εδώ τίποτε δεν είναι απλούν, τίποτε ασήμαντον ή δευτερεύον, διότι τα πάντα είναι θεανδρικά, τα πάντα κεχαριτωμένα, τα πάντα είναι συνηρμοσμένα εις ένα θεανθρώπινον οργανισμόν, εις εν καθολικόν θεανθρώπινον «μ έ γ α  μ υ σ τ ή ρ ι ο ν».