Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Αμαρτία διανοητική δύναμις.


Η αμαρτία, κατά πρώτον λόγον, είναι νοητική, διανοητική, νοερά, λογική δύναμις, δηλαδή δύναμις της νοήσεως, της διανοίας, του νου και της λογικής, πλημμυρίζουσα ως λεπτοτάτη «ύλη» την λογικήν και την συνείδησιν του ανθρώπου, τον νουν, την ψυχή και την διάνοιάν του. Αυτή εργάζεται δια της λογικής και της συνειδήσεως του ανθρώπου ως συστατική ενέργεια της λογικής και της συνειδήσεως, ούτως ώστε οι άνθρωποι να θεωρούν όλας τας απάτας και ψευδοαπάτας της λογικής και της συνειδήσεώς των ως τι το ολοτελώς ιδικόν των, ως κάτι το ανθρώπινον και φυσικόν. Και δεν αισθάνονται εν τη αυταπάτη των και δεν κατανοούν εν τη μωρία των, ότι εδώ πρόκειται περί της πανουργίας του διαβόλου, δια της οποίας αυτός απαλλοτριώνει και κρημνίζει τον νουν του ανθρώπου, την λογικήν και την συνείδησίν του, εις την αλογίαν του θανάτου και εις το σκότος από το οποίον δεν ημπορούν να ίδουν τον Θεόν ούτε τα του Θεού. Δια τούτο, ακριβώς, και Τον αρνούνται συχνά, Τον βλασφημούν και Τον απορρίπτουν. Εκ των καρπών των επιστημών αυτών ευκόλως συμπεραίνεται ότι αυταί είναι όντως «διδασκαλίαι δαιμονίων» (Α΄ Τιμ. 4, 1).

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.


 Οἱ σημερινοί βεβαίως ποιμένες καί ἀρχιποιμένες πιστεύουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό τόν ἅγιο, ἐπειδή θεωροῦν ὅτι μέ τήν χειροτονία των κατεστάθησαν ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν στήν ἱστορική της
πορεία ὅπου βούλονται, ἀπαιτῶντας συγχρόνως ἀπόλυτον ὑπακοή ἀπό ὅλους. Αὐτοί ὅλοι, οἱ σημερινοί ποιμένες καί ἀρχιποιμένες, εἶναι ἀκόλουθοι ὄχι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἀλλά τοῦ Πατριάρχου Καλέκα, διότι ἄν ἦταν ἀκόλουθοι τοῦ ἁγίου δέν θά ἀκολουθοῦσαν τόν Καλέκα εἰς τήν δυσσέβεια καί τήν αἵρεσι, ὅπως ὁ ἅγιος δέν τόν ἀκολουθοῦσε καί δι’ αὐτό ὁ Καλέκας τόν εἶχε ἀποκομμένο ἀπό τήν «Ἐκκλησία». Τό ἑωσφορικό πνεῦμα καί τήν ἀποκοπή του ἀπό τόν Καλέκα ἀναφέρει στήν ἴδια πραγματεία ὁ ἅγιος ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οἶμαι τόν οὕτως ἀνερυθριάστως τοσαῦτα ψεύδη
γράφοντα καί περιαγγέλλοντα πᾶσιν ἀνέδην, ρᾳδίως καί τοῦτ’ ἄν εἰπεῖν, ὡς μόνος αὐτός ὑπῆρχεν ἡ σύνοδος, ἐπεί καί μόνον ἑαυτόν πολλάκις καί τήν ἐκκλησίαν εἶναί φησι καί ὅ,τι ἄν αὐτῷ δόξῃ καί ὅ,τι ἄν αὐτός εἴπῃ τῇ ἐκκλησίᾳ φησί δοκεῖν καί τήν ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι πᾶσαν. Κἄν τις μή ταχύ κατανεύσῃ πρός ὁ,τιοῦν καί τό λίαν ἀλυσιτελές αὐτῷ καί ἀπίθανον, οὗτος εὐθύς ὁ τῇ ἐκκλησίᾳ πάσῃ παντάπασιν ἀπειθής καί ἀνήκοος.
»Οὕτω γάρ καί ἡμᾶς ἀνυποτάκτους καί ἀλλοτρίους τῆς ἐκκλησίας ἀξιοῖ καλεῖν, ὡς ἀπαναινομένους τό δυσσεβεῖν, αὐτοῦ τοῦτο λέγοντος, καί παρεξηγεῖσθαι τόν προβάντα
τόμον ὑπέρ ἡμῶν καί ἡμῖν εἰς δικαίωμα καί γεγενημένον καί δεδομένον, ὅτι τοῦτ’ αὐτό λέγομεν, ὡς ὑπέρ ἡμῶν ἐγεγόνει, ταῦτ’ ἄρα καί ἡμῖν δεδομένος ἐστίν. Ὁ τοιοῦτος τοίνυν, πῶς οὐκ ἄν ρᾳδίως εἴποι μόνον αὐτόν εἶναι καί τήν μεγίστην ἐκείνην σύνοδον, ὡς ἀνεξέλεγκτος εἶναι, ὅ,τι ἄν ὡς ἀπ’ ἐκείνης πλάττηταί τε καί συγγράφηται καθ’ ἡμῶν;» (Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα, ΕΠΕ 3, 590).
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά τό ἀναφέρωμε, ὅτι ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν Πατριάρχη Καλέκα καί τούς ὁμόφρονάς του δέν ἦτο μόνο ὁ ἅγ. Γρηγόριος ἀλλά καί
οἱ ἀκολουθοῦντες τόν ἅγιο κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί. Ὅταν ἐπίσης ὁ ἅγ. Γρηγόριος τό ἔτος 1340 συνέταξε καί προσυπέγραψε πρῶτος τόν λεγόμενον «Ἁγιορειτικόν τόμον ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», ὁ ὁποῖος κατέλαβε δεσπόζουσα θέσι στήν μεταγενεστέρα Σύνοδο τοῦ 1341 καί ἐξέφραζε τήν πίστι ὅλων τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων πού ὁ ἴδιος ὑπερασπίζετο εἰς τούς ἀγῶνας του κατά τοῦ Βαρλαάμ, τόν προσυπέγραψαν καί ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες. Οἱ Ἁγιορεῖτες φαίνεται ὅτι πρό συνοδικῆς διαγνώσεως καί κρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ Βαρλαάμ καί τῶν μαθητῶν του
διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ κάθε ἕνα πού εἶχε ἀντίθετο φρόνημα ἀπό αὐτά πού ἐδίδασκε ὁ ἅγ. Γρηγόριος καί συμφωνοῦσαν κατά πάντα μέ τίς παραδόσεις τῶν ἁγίων «ἀποδεχθέντες ὡς συμφωνοῦντα ἀκριβῶς πρός τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων», διέκοψαν δηλαδή τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου Καλέκα, γι’ αὐτό καί ὁ ἅγ. Γρηγόριος θεωροῦσε τόν Τόμον αὐτό ὡς σπουδαιότατο ὅπλο κατά τῆς αἱρέσεως πού παρουσιάσθηκε στήν ἐποχή του.


Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.


Τώρα τι έχομε να κάμωμε, χριστιανοί μου; Έχετε σταυρούς, κομπολόγια; Σηκωθήτε απάνου και κρατείτε τα υψηλά εις τα χέρια σας να παρακαλέσωμεν τον Χριστόν να τα ευλογήση. «Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε ελέησον. Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, Συ ο ποιητής των αγγέλων και πάσης νοητής και αισθητής κτίσεως, Συ ο καταδεξάμενος γενέσθαι άνθρωπος δια τας ημών αμαρτίας, Συ ο σταυρωθείς και ταφείς και αναστάς τη Τρίτη ημέρα και αναληφθείς εις τους ουρανούς, Συ ο μέλλων έρχεσθαι κρίναι ζώντας και νεκρούς, Εσύ πανάγαθε βασιλεύς, ο ευλογών τα πάντα, ευλόγησον δια την ευσπλαγχνίαν σου και τους παρόντας σταυρούς και κομπολόγια των δούλων Σου, ίνα δεχόμενοι και τιμώντες και ευλαβούμενοι αυτούς δια την Σην αγάπην φυλάττωνται από παντός κακού ψυχικού και σωματικού, ίνα δοξάζηταί Σου το πανάγιον όνομα, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


Φυλάττετε τους σταυρούς, χριστιανοί μου, και βάλετε τα κομπολόγια εις τον λαιμόν σας, εις βοήθειαν, ψυχικά και σωματικά. Έχετε ψωμί, σιτάρι και νερό να παρακαλέσωμεν τον Χριστόν να τα ευλογήση; -- Έχομεν. – «Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε, ελέησον. Κύριε Ιησού Χριστέ»(και λέγει την ευχήν των Πέντε Άρτων). Προσέχετε λοιπόν, χριστιανοί μου, να μην υπερηφανεύεσθε, να μην μοιχεύετε, να μην κλέπτετε, να μην κάμνετε όρκους, να μην λέτε ψέμματα, να μην συκοφαντάτε, να μην κατατρέχετε ένας τον άλλον, να μην προδίνετε, να μην στολίζετε ετούτο το σώμα το βρώμιο οπού αύριον θε ναν το φάνε τα σκουλήκια, αλλά να στολίζετε την ψυχήν σας οπού είναι τιμιωτέρα από όλον τον κόσμον. Προσεύχεσθε το κατά δύναμιν, νηστεύετε το κατά δύναμιν, κάμνετε ελεημοσύνες το κατά δύναμιν και να έχετε τον θάνατον πάντοτε ομπρός εις τα μάτια σας, πότε να φύγετε από ετούτον τον ψεύτικον κόσμον και να πηγαίνετε εις τον αιώνιον. 

Mακαριστός π. Αθανάσιος Μυτιληναίος : Δευτέρα Παρουσία - Αντίχριστος


3ον

Από τους Μακαρισμούς της Αποκαλύψεως 
«Ιδού έρχομαι ως κλέπτης,
Μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού, ίνα μη γυμνός περιπατή και βλέπωσι την ασχημοσύνην αυτού»
(Αποκ. ις΄ 15)

Ο πρώτος Μακαρισμός της Αποκαλύψεως (α΄ 3) μας πληροφόρησε ότι «ο καιρός εγγύς».

Ο τρίτος Μακαρισμός, μας ειδοποιεί ότι ο καιρός αυτός θα είναι και αιφνίδιος.
Θα μοιάζει με τον κλέπτη που έρχεται κάποια άδηλη, για τον νοικοκύρη, ώρα.
Γι' αυτό ακριβώς, καλούνται οι πιστοί να αγρυπνούν πάνω στην πνευματική τους ζωή.
Ο Μακαρισμός αυτός, έρχεται να ευτυχίση εκείνους που μένουν άγρυπνοι πάνω στα τείχη της καρδιάς των και περιμένουν τον οικοδεσπότη του πύργου κάθε στιγμή του εικοσιτετραώρου της ζωής των.


Μακάριος ο γρηγορών και τηρών τα ιμάτια αυτού

Ας πάρωμε τον Μακαρισμό αυτόν σε μια ολότελα καθημερινή σκηνή. Εχετε ποτέ δη λουόμενον άνθρωπο στη Θάλασσα, που όταν βγήκε στην παραλία, αντελήφθη ότι κάποιος κλέπτης του αφήρεσε τα ρούχα; Πώς πρέπει να αισθάνεται αυτός ο άνθρωπος, όταν μάλιστα το σπίτι του είναι πολύ μακρυά, και δεν έχει κανέναν γνωστό του να τον βοηθήση στην προκείμενη κατάστασι;

Πολύ χειρότερη κατάστασι, αληθινή πνευματική γύμνωσι θα αισθανθή κι' εκείνος που δεν καλλιεργεί την πνευματική ζωή όσο ζη στον κόσμο αυτόν.

Και την γύμνωση αυτή θα την αντιληφθή όταν σταθή μπροστά στο φοβερό βήμα του Κριτού Χριστού. Ευτυχισμένος, λοιπόν, αυτός που φυλάει τα ρούχα του, τη στολή της ψυχής του.

Και η στολή της ψυχής είναι αυτές οι αρετές του.

«Το δε γρηγορείν και φυλάττειν τα ιμάτια, δηλοί το επαγρυπνείν ταις αγαθαίς πράξεσι . αύται γαρ εισι των αγίων τα ιμάτια», μας λέγει ο Καισαρείας Ανδρέας.
Ο Κύριος, που διεζωγράφισε την παραβολή του Ασώτου υιού, βάζει στο στόμα του πατέρα την προσταγή προς τους δούλους του: «εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν». Ποιά είναι αυτή η στολή η πρώτη;

Είναι η στολή της αγνότητος και καθαρότητος που πήρε ο άνθρωπος στο βάπτισμά του.

Δείγμα αυτής της εσωτερικής καθαρότητος, ήταν και η παληά συνήθεια της Εκκλησίας να λευκοφορή τους νεοβαπτισμένους. Σε μια επιτύμβια πλάκα χριστιανού μάρτυρος, χαράχθηκε η επιγραφή: «Εκοιμήθη εν λευκοίς».

Τα λευκά ενδύματα ήταν μια απομίμησι των ενδυμάτων που φορούσαν οι άγγελοι όσες φορές ενεφανίζοντο στους πιστούς, όπως στην Ανάστασι του Κυρίου, στην Ανάληψί Του κλπ.

Αλλά και του Κυρίου τα ενδύματα έγιναν λευκά σαν το φως κατά την Μεταμόρφωσί Του.

Αυτός ο Θεός, περιβάλλεται το φως, όπως μας λέγη ο 103 Ψαλμός, στιχ. 2.
Η Εκκλησία μας ψάλλει: «Χιτώνα μοι παράσχου φωτεινόν ο αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον».

Σύμβολον, λοιπόν, ηθικής καθαρότητος, τα λευκά ιμάτια, και γενικά τα ιμάτια, σύμβολο της ενδύσεως της ψυχής με αρετές. «Και εδόθη αυτή (δηλ. τη εκκλησία) ίνα περιβάληται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν . το γαρ βύσσινον τα δικαιώματα (δηλ. οι αρετές) των αγίων εστί» (Αποκ. ιθ΄
 ).

Στην εποχή που βρισκόμαστε, μπορούμε να «τηρούμεν» τα ιμάτια της ψυχής; Μπορούμε να διατηρούμε αρετές και μάλιστα όχι μόνο μια περίοδο της ζωής μας, αλλά σε όλη τη ζωή μας; Γιατί, δεν λέγει ο «τηρήσας» αλλά ο «τηρών», που δείχνει μια αδιάκοπη, συνεχή και σταθερή διατήρησι των αρετών.

Και πρέπει να πούμε, ότι πολλοί σαν έφηβοι ξεκίνησαν με όμορφες προοπτικές για μια πνευματική ζωή, που ξεθύμανε όμως κάπου στη στρατιωτική θητεία, ή στην αναζήτησι επαγγελματικής σταδιοδρομίας, ή ακόμη και στην σύστασι οικογενείας. Για να δώσουν κατοπινά, όταν επανακληθούν από τον Κύριο, την απάντησι, ο μεν πρώτος: «ζεύγη βοών πέντε ήγόρασα και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Δεν ευκαιρεί, γιατί πάει να δοκιμάση και να γευθή τις ηδονές που θα του χαρίσουν οι πέντε του αισθήσεις.

Και ο δεύτερος: «αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκη εξελθείν και ιδείν αυτόν». Οι βιωτικές μέριμνες τον απεγύμνωσαν από κάθε πνευματικότητα, για να φτάσωμε στον τρίτο, που απαντά ότι παντρεύτηκε και έχει οικογενειακές φροντίδες.

Ομολογουμένως, αυτή η κατάστασι είναι αποκαρδιωτική.
Και τίθεται πάλι το ερώτημα: Ωστε μπορούμε να μείνωμε στην αρετή ισόβια;
Μπορούμε, αρκεί να θέλωμε.

Και είναι ανάγκη να θέλωμε, γιατί χωρίς την διατήρησι της αρετής ισόβια, δεν θα πετύχωμε του μακαρισμού που λέγει ο Κύριος.

Μέσα σ' ένα γενικό κατακλυσμό πνευματικής εξαθλιώσεως, ευτυχώς μένουν και κάποιοι που διατηρούν ισόβια την αρετή. Και αυτοί οι κάποιοι είναι σε κάθε εποχή. Είναι οι εκλεκτοί.

Είναι το λείμμα που θα σωθή (Ρωμ. ια΄ 5).

Στην πέμπτη επιστολή του Χριστού προς την Εκκλησία των Σάρδεων, φαίνεται αυτό: «Αλλά έχεις ολίγα ονόματα εν Σάρδεσιν, α ουκ εμόλυναν τα ιμάτια αυτών και περιπατήσουσι μετ' εμού εν λευκοίς ότι άξιοί εισιν» (Αποκ. γ΄ 4).

Είθε να νοιώσωμε, ότι ανάμεσα στα λίγα αυτά ονόματα, πρέπει να ανήκωμε κι' εμείς, για να σταθή αντίστοιχα και ο μακαρισμός δικός μας.


Ιδού έρχομαι ως κλέπτης
Πολλές φορές ο Κύριος στα Ευαγγέλια μας μίλησε για το αιφνίδιο της Δευτέρας Του Παρουσίας. Για τον άνθρωπο, η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία έχει δυο στάδια. Το πρώτο, είναι ο θάνατος του καθενός, η έξοδός του από τη ζωή αυτή που γι' αυτόν είναι μια μερική κρίσις, και το δεύτερο, όταν όλοι θα σταθούν μπροστά στον Δίκαιο Κριτή για να δώσουν λόγο για τις πράξεις του ο καθένας ατομικά. Και στην πρώτη περίπτωσι και στην δεύτερη, υπάρχει το στοιχείο του ξαφνικού.
Πότε θα πεθάνω;

Πότε θα γίνη η Δευτέρα του Χριστού Παρουσία; Και τα δυο, μου είναι άγνωστα, και ενδεχομένως μαζί με το δεύτερο, και το πρώτο αιφνίδιο. Εν τούτοις, για τον πιστό, δεν είναι τα πράγματα έτσι.

«Περί δε των χρόνων και των καιρών, αδελφοί, ου χρείαν έχετε υμίν γράφεσθαι . αυτοί γαρ ακριβώς οίδατε ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται. Οταν γαρ λέγωσιν, ειρήνη και ασφάλεια, τότε αιφνίδιος αυτοίς εφίσταται όλεθρος... υμείς δε αδελφοί, ουκ εστέ εν σκότει, ίνα η ημέρα υμάς ως κλέπτης καταλάβη . πάντες υμείς υιοί φωτός εστε και υιοί ημέρας, ουκ εσμέν νυκτός ουδέ σκότους...» (Α΄ Θεσσ. ε΄ 1-11).

Για έναν που δεν έχει προβλέψει μια έκλειψι ηλίου, όταν βλέπη να σκοτινιάζη, είναι γι' αυτόν ένα φαινόμενο ξαφνικό, όταν για τους αστρονόμους ήταν γνωστό από καιρό. Το ξαφνικό θα είναι για κείνους που μπορούν να λένε: «ειρήνη και ασφάλεια» και όχι για κείνους που βρίσκονται σε εγρήγορσι και αναμονή.
Αν κάθε μέρα ζω με την προσμονή της ελεύσεως του Χριστού, γιατί να είναι για μένα αιφνίδιος ο ερχομός του; Γι' αυτό, γράφει ο Απ. Παύλος ότι σεις δεν βρίσκεσθε στο σκοτάδι της αμαρτίας για να λέτε, «ασφάλεια και ειρήνη», αλλά είσθε παιδιά της ημέρας και για σας υπάρχει από τώρα το φως του Χριστού με το οποίο και έχετε ενωθή.
Σαν κλέπτης θα έλθη εκείνη η ημέρα. Μα το φως, είναι ξαφνικό σαν κλέπτης για το σκοτάδι, και όχι το φως για το φως. Ο Αγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, σημειώνει ότι ο πιστός ήδη έχει κριθεί. Να πως το λέγει στον 57ο Λόγο του:

«Η παρουσία του Κυρίου και ήλθε και έρχεται πάντοτε εις τους πιστούς και είναι παρούσα εις όλους εκείνους όπου θέλουν». Ακόμη, λέγει: «ο πιστός δεν κρίνεται εις την μέλλουσαν κρίσιν, ότι εκρίθη προτήτερα, ουδέ ελέγχεται από εκείνο το φως, ότι εφωτίσθη εδώ προτήτερα, ουδέ εμβαίνει εις τούτο το πυρ να κατακαίεται αιωνίως, ότι εμβήκεν εδώ προτήτερα, και εκρίθη, ουδέ συλλογίζεται ότι τότε μόνον εφάνη η ημέρα Κυρίου, διατί εκείνος έγινεν όλος ημέρα φωτεινή, και λαμπρά, από την συναναστροφήν και ομιλίαν του Θεού». Οσο για τον αμαρτωλό, τα πράγματα θα είναι αιφνίδια: «Και ειπέ με τον εαυτόν σου . ανίσως τώρα οπού είμαι εις τούτον τον κόσμον δεν βλέπω το φως της θείας χάριτος, αλλά ευρίσκομαι μέσα εις το σκότος, βεβαιότατα και ύστερα από τον θάνατον μέσα εις το σκότος έχω να ευρίσκομαι, και εξάπαντος έχει να έλθη εις εμέ η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, και τότε έχει να γένη έξαφνα εις εμέ αιώνιος όλεθρος».

Ο Κύριος μας συμβουλεύει να είμαστε κάθε στιγμή, έτοιμοι. «Εστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι». Τα λόγια του αυτά μας θυμίζουν την εντολή που έδωσε στους Ισραηλίτας στην Αίγυπτο: «Αι οσφύες υμών περιεζωσμέναι, και τα υποδήματα εν τοις ποσίν υμών, και αι βακτηρίαι εν ταις χερσίν υμών» (Εξόδ. Ιβ΄ 11).

Ετοιμοι για τη μεγάλη μας «έξοδο». Τότε οι Ισραηλίται έφυγαν από την Αίγυπτο για την γη της επαγγελίας, εμείς πρέπει να φύγωμε από τον κόσμο της φθοράς και του σκότους για το βασίλειο της αφθαρσίας και του φωτός.

Και συνεχίζει ο Κύριος: «Και οι λύχνοι καιόμενοι». Αυτό μας θυμίζει την παραβολή των Δέκα Παρθένων που το συμπέρασμά της είναι: «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο Υιός του ανθρώπου έρχεται» (Λουκ. ιΙβ΄ 35, Ματθ. κε΄ 13).

Ας γρηγορούμε, λοιπόν, και ας φυλάμε τα ιμάτια της ψυχής, που είναι οι αρετές, γιατί ο Κύριος έρχεται σαν κλέπτης.

«Αθρόον ο Κριτής επελεύσεται και εκάστου αι πράξεις γυμνωθήσονται. Αλλά φόβω κράξωμεν εν μέσω της νυκτός» του βίου τούτου, ώστε ο Κύριος να φωτίση την σκοτεινή μας καρδιά να κατανοήση την βαρύτητα όλων αυτών των πραγμάτων και να φροντίζη να ενδύεται με πίστι και αρετή.

Σ ύ ν θ η μ α
«Γρηγορώμεν και νήφωμεν»
(Α΄ Θεσσ. ε΄ 6)
 

Συνεχίζεται.