Λόγια Γερόντων

 Για τη μνήμη του θανάτου, ό Γέροντας Δανιήλ έλεγε: «Όταν θυμάμαι το θάνατο, πατώ την αλαζονεία μου, κατανοώ ότι δεν είμαι τίποτα, συναισθάνομαι ότι ό πλούτος, η τιμή και η φθαρτή φαντασία είναι μάταια και ανωφελή και μόνο η ταπεινή επίγνωση του εαυτού μου και η αγάπη του πλησίον μου και τα παραπλήσια με αυτά καλά μπορούν να με βοηθήσουν κατά την ώρα της εξόδου μου. Όταν όμως αποχαιρετήσω τη μνήμη του θανάτου, τότε και το λογιστικό και το επιθυμητικό και το θυμικό της ψυχής μου γεμίζουν με ξένους και αντίξοους λογισμούς και γίνομαι χλεύη ανθρώπων και δαιμόνων».

 Σε ερώτηση κάποιας γυναίκας αν είναι αμαρτία η επιθυμία του θανάτου, ό Γέροντας Ιωήλ απάντησε: «Αν επιθυμείς να πεθάνεις για να απαλλαγείς από τα βάσανα, βέβαια είναι αμαρτία, διότι είναι σαν να γογγύζεις κατά του Θεού που επιτρέπει τα βάσανα σου. Αν όμως επιθυ­μείς να πεθάνεις για να μην αμαρτάνεις και λυπείς με τις αμαρτίες σου το Θεό, αυτό δεν είναι καθόλου αμαρτία. Αν πάλι επιθυμείς να πεθάνεις, διότι δεν αντέχεις το χω­ρισμό σου από το Θεό και θέλεις να μεταβείς το συντο­μότερο κοντά του, τότε η επιθυμία σου αυτή είναι τρισευλογημένη».

 Ρώτησαν το Γέροντα Επιφάνιο αν φοβάται το θάνατο και εκείνος απάντησε: «Το θάνατο δεν τον φοβά­μαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».

 Έλεγε ο Γέροντας Αμφιλόχιος: «Με τη χάρη του Θεού ο άνθρωπος πετυχαίνει την πνευματική του ανύ­ψωση, μεταμορφώνεται, γίνεται άλλος άνθρωπος, του φεύγει ο φόβος. Δεν φοβάται το θάνατο και τούτη τη ζωή, όσο καλή και αν φαίνεται, τη θεωρεί σκλαβιά».

ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΤΙΜΟΥΜΕ ΤΑ ΓΗΪΝΑ;

Στον ΚΒΛόγον, του Αγίου Συμεών του Ν. Θεολόγου, διαβάζω αυτήν την απορία,
που αφορά στους περισσότερους ανθρώπους και όχι μόνον στους άπιστους:
«Κλαίω και λυπούμαι υπερβολικά, όταν συλλογιστώ πως έχουμε τέτοιον αφέντη πλουσιόδωρον και φιλάνθρωπον, ο οποίος για μόνη την πίστιν όπου δείχνουμε στα λόγια Του και στις υποσχέσεις Του, με την πράξη μας χαρίζει τέτοια χαρίσματα, καθώς τα ακούσαμε και τα είδαμε. Κι εμείς ασυλλόγιστα, ωσάν τα άλογα ζώα, προτιμούμε καλύτερα την γη και τα γήϊνα και τα φθαρτά πράγματα, τα οποία ο Πανάγαθος Θεός για την άκρα Του ευσπλαγχνία, μας τα δίνει πλουσιοπάροχα για τις ανάγκες του σώματος, ώστε να κυβερνάται από αυτά μετρίως, όσα του είναι αναγκαία για να ζη. Και η ψυχή να μη έχει εμπόδιο, αλλά να φροντίζη και να πολιτεύεται και αυτή καθώς πρέπει και να τρέφεται και αυτή με την νοερά τροφή και με την χάριν του Αγίου Πνεύματος».

Απολυτίκιον Αγίου Νικολάου

Uploaded by on Aug 26, 2008

Θαύμα εμφάνισης της Κυρίας Θεοτόκου το 1940




Σε ευχαριστούμε αδελφέ Αντώνιε : http://agiooros.org/viewtopic.php?f=7&t=6144
Είναι τόσα πολλά τα θαύματα της Παναγίας μας και η αγάπη Της για όλη την δημιουργία του Υιού Της και Θεού μας Κυρίου Ιησού Χριστού μας γενικά και για τους Ορθοδόξους ειδικά, άτινα εάν γράφηται καθ΄ έν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία.
(Δανίζομαι την πρόταση του μαθητού του Κυρίου μας Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου).

Άγ. Ι. Χρυσόστομος

Ευχαί κατά το μέτρον των εικοσιτεσσάρων ωρών του νυχθημέρου επιγραφόμεναι Ιωάννη τω Χρυσοστόμω.

Αʼ Κύριε, μη στερήσης με των επουρανίων σου και αιωνίων αγαθών.
Βʼ Κύριε, λύτρωσαί με των αιωνίων κολάσεων.
Γʼ Κύριε, είτε λόγω, είτε έργω, κατά νουν και διάνοιαν ήμαρτον, συγχώρεσον.
Δʼ Κύριε, λύτρωσαί με από πάσης ανάγκης και αγνοίας και λήθης και ραθυμίας και της λιθώδους αναισθησίας.
Εʼ Κύριε, λύτρωσαί με από παντός πειρασμού και εγκαταλείψεως.
Σʼ Κύριε, φώτισον την καρδίαν μου, ην εσκότισεν η πονηρά επιθυμία.
Ζʼ Κύριε, εγώ μεν ως άνθρωπος αμαρτάνω, συ δε ως Θεός έλεησόν με.
Ηʼ Κύριε, ίδε την ασθένειαν της ψυχής μου , και πέμψον την χάριν σου εις βοήθειάν μου, ίνα εν εμοί δοξασθή το όνομά σου το άγιον.
Θʼ Κύριε Ιησού Χριστέ, έγγραψον το όνομα του δούλου σου εν βίβλω ζωής, χαριζόμενός μοι και τέλος αγαθόν.
Ιʼ Κύριε ο Θεός μου, ουκ εποίησα ουδέν αγαθόν. Αλλʼ αρξαίμην ποτέ τη ευσπλαχνία σου.
ΙΑ ʼ Κύριε, βρέξον εις την καρδίαν μου την δρόσον της χάριτός σου.
ΙΒʼ Κύριε ο Θεός του ουρανού και της γης, μνήσθητί μου του αμαρτωλού, του αισχρού, του πονηρού και βεβήλου κατά το μέγα έλεός σου , όταν έλθης εν τη βασιλεία σου.
ΙΓʼ Κύριε, εν τη μετανοία με παράλαβε και μη εγκαταλείπης με .
ΙΔʼ Κύριε, μη εισενέγκης με εις πειρασμόν.
ΙΕʼ Κύριε, δος μοι μετάνοιαν αγαθήν.
ΙΣʼ Κύριε, δος δάκρυον και μνήμην θανάτου και κατάνυξιν.
ΙΖʼ Κύριε, δος μοι των λογισμών μου εξαγόρευσιν.
ΙΗʼ Κύριε, δος μοι ταπείνωσιν , εκκοπήν θελήματος και υπακοήν.
ΙΘʼ Κύριε, δος μοι υπομονήν , μακροθυμίαν και πραότητα.
Κʼ Κύριε, εμφύτευσον εν εμοί την ρίζαν των αγαθών , τον φόβον σου .
ΚΑʼ Κύριε, αξίωσόν με αγαπάν σε εξ όλης της καρδίας , και τηρείν εν πάσι το θέλημά σου.
ΚΒʼ Κύριε, σκέπασόν με από τε ανθρώπων πονηρών , και δαιμόνων και παθών, και από παντός μη προσήκοντος πράγματος.
ΚΓʼ Κύριε, ως κελεύεις , Κύριε, ως γινώσκεις, Κύριε, ως βούλει. Γενηθήτω το θέλημά σου εν εμοί.
ΚΔʼ Κύριε, το σον θέλημα γενέσθω και μη το εμόν. Πρεσβείαις και ικεσίαις της Παναγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων σου. Ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν.

Γνωρίσματα της Ορθοδοξίας

Α΄. Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ

Το πρώτο γνώρισμα της Ορθοδοξίας, το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό της είναι η πίστη στο Θεό. Ποιο Θεό όμως; Το θεό του Ισλάμ, το θεό του Ισραήλ, το θεό των Μασόνων, το θεό των διαφόρων θρησκειών, το θεό όπως τον φαντάζεται ο κάθε άνθρωπος και λέγει υπάρχει το θείο, υπάρχει κάτι, υπάρχει μια ανώτερη δύναμη; Όχι.
Ο Θεός της Ορθοδοξίας είναι ο Τριαδικός Θεός, ο αληθινός Θεός, ο μόνος που λυ-
τρώνει τον άνθρωπο. Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα. Και ο Υιός, ο ένας της Τριάδος, μας
αποκαλύπτει η Γραφή και μας παραδίδει η ιστορία, ενσαρκώθηκε, προσέλαβε το ημέτερο φύραμα, το θεράπευσε και το ζωοποίησε εις τον αιώνα, αφού «το απρόσληπτον αθεράπευτον» λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο Υιός είναι ο Μεσσίας ή Χριστός, αυτός δηλαδή που έχει το χρίσμα και την αποστολή να ενανθρωπήσει, να καταστεί Θεάνθρωπος και να σώσει τον άνθρωπο. Είναι με την ενανθρώπησή του ο απόγονος της Εύας, που θα συντρίψει τον σατανά. Είναι, ως άνθρωπος, ο νέος Αδάμ, που με την υπακοή του θα ξαναδείξει το δρόμο της σωτηρίας προς τον άνθρωπο.
«Και ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία· ουδέ γαρ όνομα έστιν έτερον υπό τον
ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ.4,12) μας αποκαλύπτει ο θεόπνευστος απόστολος Πέτρος. Κανείς άλλος εκτός του Χριστού δεν μπορεί να οδηγήσει στη θεογνωσία, στην αληθινή ένωση του ανθρώπου με το Θεό, του κτιστού μετά του Ακτίστου.
Καμμία λοιπόν σχέση δεν έχει ο Θεός της Ορθοδοξίας με το θεό των άλλων θρη-
σκειών, ακόμη και αυτών των μονοθεϊστικών. Κανένα κοινό σημείο, κανένα σημείο
επαφής. Οι άλλες θρησκείες αρνούνται την Τριαδικότητα του Θεού, την ενανθρώπηση του Υιού, το Θεανθρώπινο πρόσωπο του Σωτήρος μας. Ματαιοπονούν όσοι κάνουν συνέδρια με τις άλλες μονοθεϊστικές και άλλες θρησκείες. Τα είδωλα των εθνών και των διαφόρων ανθρώπων είναι δαιμόνια σύμφωνα με τη Γραφή ή δημιουργήματα του πεπτωκότος ανθρώπου.
Η πίστη η αληθινή είναι αποκάλυψη του αληθινού Θεού στον άνθρωπο και όχι
ανακάλυψη του πεπτωκότος ανθρώπου. Ο ίδιος ο Θεός αποκάλυψε τον εαυτό του και το θέλημά του μέσω των εμφανίσεών του σε εκλεκτούς ανθρώπους και μέσω των θείων Γραφών. Ήταν αδύνατο ο άνθρωπος ν’ ανακαλύψει το Θεό· ν’ ανακαλύψει το κτίσμα τον Κτίστη του. Τώρα οι άνθρωποι, που δεν δέχθηκαν την αποκάλυψη του Θεού, ούτε τους απεσταλμένους του, ούτε τις Γραφές του, δημιούργησαν τις διάφορες θρησκείες. Τι σχέση μπορεί να έχει η πίστη μας μ’ αυτές; Λοιπόν ο Θεός παρέδωσε την αλήθεια Του στους ανθρώπους και αυτή η παράδοση είναι ορθή δόξα περί του Θεού. «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν…» λέγει το Συνοδικό της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Γι’ αυτό Ορθοδοξία και Παράδοση αλληλοπεριχωρούνται και αλληλοεξαρτώνται. Ορθοδοξία είναι η Εκκλησία της Παραδόσεως. Έτσι η παράδοση είναι το βασικό και πρωταρχικό και θεμελιώδες γνώρισμα της Ορθοδοξίας.


 
Β΄. Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ορθοδοξία είναι η αρχική παράδοση. Ορθοδοξία θα πη ορθόδοξη πίστη. Αυτή
όμως η ορθή πίστη παρεδόθη, όπως προαναφέραμε, από το Θεό στους προφήτες και τους αποστόλους. Λέγει χαρακτηριστικά ο Παύλος· «Εγώ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν» (Α΄ Κορ.11,23). Και άλλού πάλι λέγει «παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον» (Α΄ Κορ.15,3). Και μετά οι απόστολοι την «άπαξ παραδοθείσαν πίστιν» (Ιουδ. 3) όπως την ονομάζει ο Ιούδας ο αδελφόθεος, την παρέδωσαν στους μαθητές τους.
Έτσι ο Λουκάς στο προοίμιο του ευαγγελίου του λέγει ότι φροντίδα αυτών που
γράφουν τα ευαγγέλια ήταν να γράφουν «καθώς παρέδοσαν υμίν οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται γενόμενοι του λόγου» (Λκ. 1,2). Και οι μαθητές στους αποστολικούς πατέρες κ.ο.κ. Γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος προσδιορίζει ως ορθή πίστη, «ήν μεν Κύριος έδωκεν, οι δε απόστολοι εκήρυξαν, και οι πατέρες εφύλαξαν»1. Έτσι αυτός που μένει πιστός στην παράδοση παραμένει εντός της Ορθοδοξίας· αυτός όμως που απομακρύνεται από την παράδοση καθίσταται αυτόχρημα αιρετικός. Ο Πέτρος γράφει ότι το θανάσιμο παράπτωμα των αιρετικών ήταν ότι απομακρύνθηκαν «εκ της παραδοθείσης αυτοίς αγίας εντολής» (Α΄ Πετρ. 2,21).
Ορθόδοξο, λοιπόν, αυτό που παραδόθηκε αρχικά άπαξ δια παντός. Οι μετέπειτα
αιώνες δεν προσέθεσαν τίποτα στην αρχική πίστι της Εκκλησίας. Αύτη υπήρξε αυτάρκης εξ αρχής. Τέλεια και αιώνια. Κι αυτές οι οικουμενικές σύνοδοι και οι μεγάλοι πατέρες δεν δημιούργησαν, αλλ’ ερμήνευσαν την ιερά παράδοση.
Γι’ αυτό στο περίφημο Συνοδικό2 της Ζ΄ οικουμενικής συνόδου διαβάζουμε· «Οι
προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν…». Στον δε «όρον της πίστεως»3 της ίδιας συνόδου οι πατέρες προσδιορίζουν το έργο της Ζ΄ Οικ. Συνόδου ως εξής· «… Όπως η ένθεος παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας κοινή ψήφω απελάβη το κύρος. Μετά πάσης τοίνων ακριβείας ερευνήσαντές τε και διασκεψάμενοι, και τω σκοπώ της αληθείας ακολουθήσαντες, ουδέν αφαιρούμεν, ουδέν προστίθεμεν, αλλά πάντα τα της Καθολικής Εκκλησίας αμείωτα διαφυλάττομεν…». Επίσης στην δ΄ συνεδρίαση της ιδίας συνόδου διατυπούνται τα εξής· «Ημείς δε κατά πάντα των αυτών Θεοφόρων πατέρων υμών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδιά μηδέν προστιθέντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν· αλλά τούτοις βεβαιούμεθα τούτοις στηριζόμεθα· ούτως ομολογούμεν, ούτως διδάσκομεν καθώς αι άγιαι και οικουμενικαί εξ σύνοδοι ώρισαν και εβεβαίωσαν»4. Και η υμνογραφία της εορτής συμπληρώνει: «θεσμούς Εκκλησίας πατρικούς διαφυλάττοντες, εικόνας γράφομεν και ασπαζόμεθα στόμασι και καρδία και θελήματι…»5. Οι παπικοί στο διάβα των αιώνων προσέθεσαν νέα δόγματα όπως του παπικού πρωτείου και αλαθήτου, του Filioque, της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, τα οποία δεν έχουν κανένα έρεισμα στην αρχαία παράδοση.
Οι προτεστάντες μη δεχόμενοι καμμία ανωτέρα αυθεντία εκτός από τον ορθό λόγο,
έφθασαν ν’ αρνηθούν αρχαία δόγματα όπως της αειπαρθενίας της Θεοτόκου και μερικοί θεολόγοι τους καταντήσαν να κηρύττουν το ψευδές δήθεν της αναστάσεως του Χριστού ή ακόμη και το θάνατο του Θεού.
Ενώ η ορθοδοξία καυχάται ότι κράτησε αμετάβλητο το δόγμα. Όχι μόνο δεν έχει
complex απέναντι στον ορθολογισμό, αλλ’ αντιθέτως σεμνύνεται γιατί η πίστη της αναπληρώνει το χώρο εκείνο στον οποίο ο ορθός λόγος δεν μπορεί να εισχωρήσει. Η πίστη της αγγίζει τα μυστήρια και τα θαυμάσια του Θεού που δεν μπορεί η ανθρώπινη γνώση να πλησιάσει. Αυτά «εσφράγισται τοις ερευνώσι· πεφανέρωται δε τα θαύματα τοις προσκυνούσιν εν πίστει το μυστήριον»6.
Αυτή τη στάση κρατώντας η Ορθοδοξία είναι κολλημένη σαν στρείδι πάνω στην
«άπαξ παραδοθείσαν τοίς αγίοις πίστιν». Λέγει ξένος θεολόγος· «Εάν επιθυμούμε να βρούμε δογματική πίστη και συντηρητική παράδοση στην πιο τέλεια έκφραση,
οφείλουμε να μεταβούμε όχι στην εκκλησία που αυτοκαλείται καθολική χωρίς να είναι, αλλ’ στην Εκκλησία που θα προτιμούσε να πεθάνει μάλλον, παρά να υποχωρήσει ποτέ, ακόμη και στο ελάχιστο σημείο που παράλαβε από τη Γραφή και τις συνόδους7. Και συμπληρώνει ο πολυγραφώτατος και γλαφυρώτατος πρωτοπρεσβύτερος Κ. Καλλίνικος στο γνωστό του ύφος· «Επιθυμείτε να ενοήσετε την στοργήν, μεθ’ ής είνε προσκεκολλημένη αύτη είς την άπαξ παραδοθείσαν τοίς αγίοις πίστιν; Ο Τούρκος έκρουσε τας πύλας της βασιλίδος των πόλεων. Ο Πάπας αγέρωχος προσεκάλει από την Δύσιν είς υποταγήν τους ημετέρους. Ας συλλειτουργηθούν Λατίνοι και Ανατολικοί εν τη αγία Σοφία, ας μνημονευθή ο Πάπας ως υπέρτατος ποντίφηξ και απόλυτος του Χριστού βικάριος, ας γείνουν δεκταί υπό της Ανατολής, όλαι αι καινοτομίαι της καταστρηνιασάσης Ρώμης, και τότε ο Πάπας θα συγκατανεύση να πέμψη στρατιωτικήν βοήθειαν, διά να μη υποδουλωθή από την ημισέληνον ο Σταυρός. Αλλά τι πανταχόθεν των ρυμών της λιποψυχούσης πόλεως ακούεται; «Κρειττότερον φακιόλιον τουρκικόν παρά τιάρα λατινική». Τόσον απηχθάνοντο οι προπάτορές μας την νόθευσιν της Ορθοδοξίας ως και του Τουρκικού ζυγού απαισιωτέραν!»8.

Συνεχίζεται.

Επιστολή Καθηγητού κ. Τσελεγγίδη


Η Επιστολή του Καθηγητού κ.Τσελεγγίδη έχει ως εξής:


Παρακολουθώντας με βαθύ αίσθημα ευθύνης την εκκλησιαστική κατάσταση της εποχής μας ως απλός πιστός αλλά και ως Πανεπιστημιακός Καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας της Εκκλησίας, θα ήθελα να απευθυνθώ ευλαβώς προς εσάς, για ένα σοβαρότατο θεολογικό θέμα.

Τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους θα γίνει στην Κύπρο, ως γνωστόν, η κρισιμότερη ίσως έως τώρα Συνέλευση της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.
Επειδή το Κοινό Κείμενο, που θα προκύψει από τη Συνέλευση αυτή. Θα έχει καταλυτική σημασία στην εξέλιξη των σχέσεων των δύο διαλεγομένων μερών, θεωρώ χρέος μου να σας παρακαλέσω θερμώς να επιληφθείτε του σοβαρού αυτού θέματος και ειδικότερα να ασχοληθείτε επισταμένως με το συγκεκριμένο περιεχόμενο του Θεολογικού αυτού Διαλόγου...

Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή θα ασχοληθεί συγκεκριμένα με το «ρολό του Επισκόπου Ρώμης εν τη κοινωνία όλων των Εκκλησιών» (βλ. Κείμενο της Ραβέννας, παραγρ. 45).

Ταπεινώς φρονώ, ότι αν συζητήσετε θεολογικώς το θέμα και τοποθετηθείτε με σαφήνεια σ΄ αυτό, θα επηρεάσει καθοριστικά ίσως την τελική διαμόρφωση του Κοινού Κείμενου της Διεθνούς Συνελεύσεως.

Με τον τρόπο αυτό η Ιερά Κοινότητα θα λειτουργήσει εγκαίρως και προληπτικώς, για να μη χρειαστεί να παρέμβει αργότερα θεραπευτικώς, ως οφείλει, κρίνοντας εκ των υστέρων τις ενδεχόμενες θεολογικές και εκκλησιολογικές αστοχίες του Κοινού Κείμενου.

Επιπροσθέτως, ας μου επιτραπεί να εκφράσω με κάθε δυνατή συντομία και την θεολογική άποψή στο υπό συζήτηση θέμα. Η προγραμματισμένη θεολογική συζήτηση για το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης «εις μεγαλύτερον βάθος», τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, είναι μεθοδολογικώς άκαιρη και ουσιαστικά πρωθύστερη.

Και τούτο, γιατί, σύμφωνα με τη θεολογική και υστερική δεοντολογία, θα πρέπει να προηγηθεί οπωσδήποτε η θεολογική συζήτηση για τη θεμελιώδη διάφορά μας με τους Ρωμαιοκαθολικούς στο δόγμα και ειδικότερα στο
filioque, το αλάθητο και την κτιστή θεία Χάρη, που εσφαλμένα εξακολουθούν να υποστηρίζουν οι δογματικές αυτές κακοδοξίες ενεργούν προσδιοριστικά στο χαρακτήρα της ταυτότητας του Ρωμαιοκαθολικισμού και κενώνουν θεολογικά την Εκκλησιολογία και την Μυστηριολογία του, κενώνουν δηλαδή ουσιαστιικά τov κατεξοχήν χαρακτήρα της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως» του ανθρώπου.

Μόνο μετά την απόλυτη ταυτότητά μας στο δόγμα, μπορεί να ακολουθήσει συζήτηση για τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας. Η διαφορά μας στο δόγμα, σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Οικουμενικών Συνόδων που σαφώς προκύπτει από τα Πρακτικά τους, θέτει εκτός Εκκλησίας τους Ρωμαιοκαθολικούς, πράγμα που επιβεβαιώνεται και εμπειρικώς από την επί μία χιλιετία διακοπή της μεταξύ μας διαμυστηριακής κοινωνίας.

Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το θεολογικό ερώτημα: Πως θα μπορέσουμε να συζητήσουμε ορθολογικώς στον επικείμενο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς για τη θεσμική-ιεραρχική θέση ενός προσώπου (δηλαδή του Πάπα) εντός Εκκλησίας, ενόσω το πρόσωπο αυτό βρίσκεται ακόμη ουσιαστικά αλλά και τυπικά εκτός της Εκκλησίας.

Αν, παρά ταύτα γίνει θεωρητικά μόνο συζήτηση για το πρωτείο του Επίσκοπου Ρώμης, ας μου επιτραπεί και εδώ να υπενθυμίσω την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, ότι ποτέ η Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία δεν ανεγνώρισε στον Επίσκοπο Ρώμης πρωτείο αυθεντίας και εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η υπέρτατη αυθεντία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ασκείτο πάντοτε και μόνον από τις Οικουμενικές συνόδους.

Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δέχτηκε το παπικό πρωτείο, όπως αυτό κατανοήθηκε και ερμηνεύτηκε από την Α΄ Βατικανή Σύνοδο, η οποία ανεκήρυξε, τον Πάπα ως αλάθητο εκφραστή της συνειδήσεως της Εκκλησίας με δυνατότητα να είναι αντίθετος ακόμη και με τις αποφάσεις Οικουμενικής Συνόδου.

Με αλλά λογία, ο Πάπας στη Λατινική Δύση -με το δογματικώς κατοχυρωμένο και από την Β΄ Βατικανή Σύνοδο «αλάθητό» του και το διεκδίκουμενο πρωτείο εξουσίας σ΄ ολόκληρη την Εκκλησία- έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκοσμία Εκκλησία.

Κατά συνέπεια, με την παραπάνω εκκλησιολογικού χαρακτήρα κατανόηση του παπικού πρωτείου εξουσίας ακυρώνεται όχι απλώς και μόνον το συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας, αλλά ουσιαστικά και αυτή η ίδια η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ΄ αυτήν.

Με όσα εν συντομία έγραψα, απευθύνομαι σε Σας … για να Σας, εκφράσω τις εκκλησιαστικού χαρακτήρα ανησυχίες μου και παράλληλα να θέσω υπόψη Σας μία συνοπτική θεολογική αποτίμησή μου για τη μεθοδολογία και το περιεχόμενο του συγκεκριμένου διμερούς Θεολογικού Διαλόγου στο πλαίσιο της Μικτής Διεθνούς επιτροπής.

Ευελπιστώ, ότι η Χάρη του Αγίου Πνεύματος θα Σας φωτίσει να δώσετε τη μαρτυρία του Αγίου Όρους στο σοβαρό αυτό θέμα.
Με βαθύτατο σεβασμό

ασπάζομαι την δεξιά Σας


Δημήτριος Τσελεγγίδης