ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ

του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

Το αλάθητον είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρωπίνη λειτουργία της Εκκλησίας ως Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού, του οποίου αιωνία Κεφαλή είναι η Αλήθεια, η Παναλήθεια, η Δευτέρα Υπόστασις της Υπεραγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός. Δια του δόγματος περί του αλαθήτου του Πάπα εις την πραγματικότητα ο Πάπας ανεκηρύχθη εις Εκκλησίαν και ο πάπας- άνθρωπος, κατέλαβε την θέσιν του Θεανθρώπου. Αυτός είναι ο τελικός θρίαμβος του ουμανισμού, αλλά συγχρόνως και ο «δεύτερος θάνατος» (Αποκ. 20,14. 21,8) του παπισμού, μέσω δε αυτού και μετ΄ αυτού και του κάθε ουμανισμού. Όμως, κατά την Αληθινήν Εκκλησίαν του Χριστού, η οποία από της εμφανίσεως του Θεανθρώπου Χριστού υπάρχει εις τον επίγειον κόσμον μας ως Θεανθρώπινον Σώμα, το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα είναι όχι μόνον αίρεσις, αλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικώς και τόσον ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας Του, ως έπραξε τούτο ο παπισμός δια του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα –ανθρώπου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, το δόγμα αυτό είναι η αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού. Το δόγμα αυτό είναι, φευ! η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από την γην, νέα προδοσία του Χριστού, νέα σταύρωσις του Κυρίου, μόνον ουχί επί του ξυλίνου, αλλ΄ επί του χρυσού σταυρού του παπικού ουμανισμού. Και ταύτα πάντα είναι κόλασις, κόλασις δια το άθλιον γήϊνον ον, που λέγεται άνθρωπος. (σελίς 158).

Ο τυφλός προ του Σταυρού



Τι είν' η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει απάνω;
-Πηγαίνουν να σταυρώσουν δυο μαζί με κάποιον πλάνο.
-Ποιοι ναν οι δυο, που εκδικητής ο χάρος τους προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Και ποιος ο πλάνος που κι αυτός θα σταυρωθή μαζί τους;
-Τους Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους!
-Θα πάω να δω...

Είπα να δω κι ήρθαν στο νου μου πάλι,
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός. Τυφλός! Εσείς οι άλλοι
δεν ξέρετε πόσο η ψυχή μέσα στα στήθη είν' άδεια,
όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια!
Πως τη θυμούμαι τη στιγμή που εστάθη αυτός μπροστά μου
και μ' ευσπλαχνίσθη, κι έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου
κι αλείφοντας τα μάτια μου με τον πηλό εκείνο,
μου είπε να πάω στου Σιλωάμ τη στέρνα να τα πλύνω!

Όταν τον πρωτοακτίκρυσα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι έλαμπε το κάθε κίνημά του...
Φως και τα χείλη, κι η φωνή, τα μάτια κι η ματιά του.
Στα χείλη του η παρηγοριά, στα μάτια του η ελπίδα...
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι είδα
κάθε που ζει και που δεν ζει, κι είδα παντού γραμμένη
την όψη του, λες κι ήτανε καθρέπτης του η οικουμένη.

Φως η ζωή, χαρά το φως! Ας πάω να δω τον πλάνο
που θα καρφώσουν στο Σταυρό. Κατά το λόφο επάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι οχλοβοή κι αντάρα
χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι όλες σαν μια κατάρα.
Που πάει; Σπρώχνει και σπρώχνεται και πνίγεται και πνίγει,
και σταματά προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη.
Θε νάναι μάνα η δύστυχη! Ξάφνου, με μιας σωπαίνει
το πλήθος που ανταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μεσ' στα βογγητά! Υψώνονται οι δυο πρώτοι
σταυροί• κανείς δεν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μα βόγγος δεν ακούγεται. Να, και τον τρίτον υψώνουν
............ ......... ......... ......... ......... ......... ......... ......... ......... ......... ....
Πως; Συ που μούδωσες το φως, εσένα πλάνο λένε;
Κι ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν για να κλαίνε;
Τι να τα κάνω και της γης και τ' ουρανού τα κάλλη;
Πάρε το φως που μούδωσες και τύφλωσέ με πάλι!

Ιω. Πολέμης

(από το βιβλίο "Εκλεκτά τροπάρια από την Υμνολογία μας")